EL.png πετυχαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πετυχαίνω
  • πετυχαίνεις
  • πετυχαίνει
  • πετυχαίνουμε
  • πετυχαίνετε
  • πετυχαίνουν

Υποτακτική

  • νά πετυχαίνω
  • νά πετυχαίνεις
  • νά πετυχαίνει
  • νά πετυχαίνουμε
  • νά πετυχαίνετε
  • νά πετυχαίνουν
 

Προστακτική

  • πετύχαινε
  • πετυχαίνετε

Μετοχή

  • πετυχαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πετύχαινα
  • πετύχαινες
  • πετύχαινε
  • πετυχαίναμε
  • πετυχαίνατε
  • πετύχαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πετυχαίνω
  • θά πετυχαίνεις
  • θά πετυχαίνει
  • θά πετυχαίνουμε
  • θά πετυχαίνετε
  • θά πετυχαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά πετύχω
  • θά πετύχεις
  • θά πετύχει
  • θά πετύχουμε
  • θά πετύχετε
  • θά πετύχουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πέτυχα
  • πέτυχες
  • πέτυχε
  • πετύχαμε
  • πετύχατε
  • πέτυχαν

Υποτακτική

  • νά πετύχω
  • νά πετύχεις
  • νά πετύχει
  • νά πετύχουμε
  • νά πετύχετε
  • νά πετύχουν
 

Προστακτική

  • πέτυχε
  • πετύχετε

Απαρέμφατο

  • πετύχει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πετύχει
  • έχεις πετύχει
  • έχει πετύχει
  • έχουμε πετύχει
  • έχετε πετύχει
  • έχουν πετύχει

Υποτακτική

  • νά έχω πετύχει
  • νά έχεις πετύχει
  • νά έχει πετύχει
  • νά έχουμε πετύχει
  • νά έχετε πετύχει
  • νά έχουν πετύχει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πετύχει
  • είχες πετύχει
  • είχε πετύχει
  • είχαμε πετύχει
  • είχατε πετύχει
  • είχαν πετύχει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πετύχει
  • θά έχεις πετύχει
  • θά έχει πετύχει
  • θά έχουμε πετύχει
  • θά έχετε πετύχει
  • θά έχουν πετύχει