EL.png περνώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • περνώ
  • περνάς
  • περνά
  • περνούμε-(άμε)
  • περνάτε
  • περν(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά περνώ
  • νά περνάς
  • νά περνά
  • νά περνούμε-(άμε)
  • νά περνάτε
  • νά περν(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • πέρνα
  • περνάτε

Μετοχή

  • περνώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • περνούσα
  • περνούσες
  • περνούσε
  • περνούσαμε
  • περνούσατε
  • περνούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά περνώ
  • θά περθά ς
  • θά περθά
  • θά περνούμε-(άμε)
  • θά περθά τε
  • θά περν(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά περάσω
  • θά περάσεις
  • θά περάσει
  • θά περάσουμε
  • θά περάσετε
  • θά περάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πέρασα
  • πέρασες
  • πέρασε
  • περάσαμε
  • περάσατε
  • πέρασαν

Υποτακτική

  • νά περάσω
  • νά περάσεις
  • νά περάσει
  • νά περάσουμε
  • νά περάσετε
  • νά περάσουν
 

Προστακτική

  • πέρασε
  • περάστε

Απαρέμφατο

  • περάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω περάσει
  • έχεις περάσει
  • έχει περάσει
  • έχουμε περάσει
  • έχετε περάσει
  • έχουν περάσει

Υποτακτική

  • νά έχω περάσει
  • νά έχεις περάσει
  • νά έχει περάσει
  • νά έχουμε περάσει
  • νά έχετε περάσει
  • νά έχουν περάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα περάσει
  • είχες περάσει
  • είχε περάσει
  • είχαμε περάσει
  • είχατε περάσει
  • είχαν περάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω περάσει
  • θά έχεις περάσει
  • θά έχει περάσει
  • θά έχουμε περάσει
  • θά έχετε περάσει
  • θά έχουν περάσει