EL.png πεινώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πεινώ
  • πεινάς
  • πεινά
  • πεινούμε-(άμε)
  • πεινάτε
  • πειν(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά πεινώ
  • νά πεινάς
  • νά πεινά
  • νά πεινούμε-(άμε)
  • νά πεινάτε
  • νά πειν(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • πείνα
  • πεινάτε

Μετοχή

  • πεινώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πεινούσα
  • πεινούσες
  • πεινούσε
  • πεινούσαμε
  • πεινούσατε
  • πεινούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πεινώ
  • θά πειθά ς
  • θά πειθά
  • θά πεινούμε-(άμε)
  • θά πειθά τε
  • θά πειν(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά πεινάσω
  • θά πεινάσεις
  • θά πεινάσει
  • θά πεινάσουμε
  • θά πεινάσετε
  • θά πεινάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πείνασα
  • πείνασες
  • πείνασε
  • πεινάσαμε
  • πεινάσατε
  • πείνασαν

Υποτακτική

  • νά πεινάσω
  • νά πεινάσεις
  • νά πεινάσει
  • νά πεινάσουμε
  • νά πεινάσετε
  • νά πεινάσουν
 

Προστακτική

  • πείνασε
  • πεινάστε

Απαρέμφατο

  • πεινάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πεινάσει
  • έχεις πεινάσει
  • έχει πεινάσει
  • έχουμε πεινάσει
  • έχετε πεινάσει
  • έχουν πεινάσει

Υποτακτική

  • νά έχω πεινάσει
  • νά έχεις πεινάσει
  • νά έχει πεινάσει
  • νά έχουμε πεινάσει
  • νά έχετε πεινάσει
  • νά έχουν πεινάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πεινάσει
  • είχες πεινάσει
  • είχε πεινάσει
  • είχαμε πεινάσει
  • είχατε πεινάσει
  • είχαν πεινάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πεινάσει
  • θά έχεις πεινάσει
  • θά έχει πεινάσει
  • θά έχουμε πεινάσει
  • θά έχετε πεινάσει
  • θά έχουν πεινάσει