EL.png πατώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πατώ
  • πατάς
  • πατά
  • πατούμε-(άμε)
  • πατάτε
  • πατ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά πατώ
  • νά πατάς
  • νά πατά
  • νά πατούμε-(άμε)
  • νά πατάτε
  • νά πατ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • πάτα
  • πατάτε

Μετοχή

  • πατώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πατούσα
  • πατούσες
  • πατούσε
  • πατούσαμε
  • πατούσατε
  • πατούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πατώ
  • θά πατάς
  • θά πατά
  • θά πατούμε-(άμε)
  • θά πατάτε
  • θά πατ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά πατήσω
  • θά πατήσεις
  • θά πατήσει
  • θά πατήσουμε
  • θά πατήσετε
  • θά πατήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πάτησα
  • πάτησες
  • πάτησε
  • πατήσαμε
  • πατήσατε
  • πάτησαν

Υποτακτική

  • νά πατήσω
  • νά πατήσεις
  • νά πατήσει
  • νά πατήσουμε
  • νά πατήσετε
  • νά πατήσουν
 

Προστακτική

  • πάτησε
  • πατήστε

Απαρέμφατο

  • πατήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πατήσει
  • έχεις πατήσει
  • έχει πατήσει
  • έχουμε πατήσει
  • έχετε πατήσει
  • έχουν πατήσει

Υποτακτική

  • νά έχω πατήσει
  • νά έχεις πατήσει
  • νά έχει πατήσει
  • νά έχουμε πατήσει
  • νά έχετε πατήσει
  • νά έχουν πατήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πατήσει
  • είχες πατήσει
  • είχε πατήσει
  • είχαμε πατήσει
  • είχατε πατήσει
  • είχαν πατήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πατήσει
  • θά έχεις πατήσει
  • θά έχει πατήσει
  • θά έχουμε πατήσει
  • θά έχετε πατήσει
  • θά έχουν πατήσει