EL.png παθαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παθαίνω
  • παθαίνεις
  • παθαίνει
  • παθαίνουμε
  • παθαίνετε
  • παθαίνουν

Υποτακτική

  • νά παθαίνω
  • νά παθαίνεις
  • νά παθαίνει
  • νά παθαίνουμε
  • νά παθαίνετε
  • νά παθαίνουν
 

Προστακτική

  • πάθαινε
  • παθαίνετε

Μετοχή

  • παθαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πάθαινα
  • πάθαινες
  • πάθαινε
  • παθαίναμε
  • παθαίνατε
  • πάθαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παθαίνω
  • θά παθαίνεις
  • θά παθαίνει
  • θά παθαίνουμε
  • θά παθαίνετε
  • θά παθαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά πάθω
  • θά πάθεις
  • θά πάθει
  • θά πάθουμε
  • θά πάθετε
  • θά πάθουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπαθα
  • έπαθες
  • έπαθε
  • πάθαμε
  • πάθατε
  • έπαθαν

Υποτακτική

  • νά πάθω
  • νά πάθεις
  • νά πάθει
  • νά πάθουμε
  • νά πάθετε
  • νά πάθουν
 

Προστακτική

  • πάθε
  • πάθετε

Απαρέμφατο

  • πάθει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πάθει
  • έχεις πάθει
  • έχει πάθει
  • έχουμε πάθει
  • έχετε πάθει
  • έχουν πάθει

Υποτακτική

  • νά έχω πάθει
  • νά έχεις πάθει
  • νά έχει πάθει
  • νά έχουμε πάθει
  • νά έχετε πάθει
  • νά έχουν πάθει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πάθει
  • είχες πάθει
  • είχε πάθει
  • είχαμε πάθει
  • είχατε πάθει
  • είχαν πάθει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πάθει
  • θά έχεις πάθει
  • θά έχει πάθει
  • θά έχουμε πάθει
  • θά έχετε πάθει
  • θά έχουν πάθει