EL.png παγώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παγώνω
  • παγώνεις
  • παγώνει
  • παγώνουμε
  • παγώνετε
  • παγώνουν

Υποτακτική

  • νά παγώνω
  • νά παγώνεις
  • νά παγώνει
  • νά παγώνουμε
  • νά παγώνετε
  • νά παγώνουν
 

Προστακτική

  • πάγωνε
  • παγώνετε

Μετοχή

  • παγώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πάγωνα
  • πάγωνες
  • πάγωνε
  • παγώναμε
  • παγώνατε
  • πάγωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παγώνω
  • θά παγώνεις
  • θά παγώνει
  • θά παγώνουμε
  • θά παγώνετε
  • θά παγώνουν

Στιγμιαίος

  • θά παγώσω
  • θά παγώσεις
  • θά παγώσει
  • θά παγώσουμε
  • θά παγώσετε
  • θά παγώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πάγωσα
  • πάγωσες
  • πάγωσε
  • παγώσαμε
  • παγώσατε
  • πάγωσαν

Υποτακτική

  • νά παγώσω
  • νά παγώσεις
  • νά παγώσει
  • νά παγώσουμε
  • νά παγώσετε
  • νά παγώσουν
 

Προστακτική

  • πάγωσε
  • παγώστε

Απαρέμφατο

  • παγώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παγώσει
  • έχεις παγώσει
  • έχει παγώσει
  • έχουμε παγώσει
  • έχετε παγώσει
  • έχουν παγώσει

Υποτακτική

  • νά έχω παγώσει
  • νά έχεις παγώσει
  • νά έχει παγώσει
  • νά έχουμε παγώσει
  • νά έχετε παγώσει
  • νά έχουν παγώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παγώσει
  • είχες παγώσει
  • είχε παγώσει
  • είχαμε παγώσει
  • είχατε παγώσει
  • είχαν παγώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παγώσει
  • θά έχεις παγώσει
  • θά έχει παγώσει
  • θά έχουμε παγώσει
  • θά έχετε παγώσει
  • θά έχουν παγώσει