ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξύνω
- ξύνεις
- ξύνει
- ξύνουμε
- ξύνετε
- ξύνουν
Υποτακτική
- νά ξύνω
- νά ξύνεις
- νά ξύνει
- νά ξύνουμε
- νά ξύνετε
- νά ξύνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έξυνα
- έξυνες
- έξυνε
- ξύναμε
- ξύνατε
- έξυναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξύνω
- θά ξύνεις
- θά ξύνει
- θά ξύνουμε
- θά ξύνετε
- θά ξύνουν
Στιγμιαίος
- θά ξύσω
- θά ξύσεις
- θά ξύσει
- θά ξύσουμε
- θά ξύσετε
- θά ξύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έξυσα
- έξυσες
- έξυσε
- ξύσαμε
- ξύσατε
- έξυσαν
Υποτακτική
- νά ξύσω
- νά ξύσεις
- νά ξύσει
- νά ξύσουμε
- νά ξύσετε
- νά ξύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξύσει
- έχεις ξύσει
- έχει ξύσει
- έχουμε ξύσει
- έχετε ξύσει
- έχουν ξύσει
Υποτακτική
- νά έχω ξύσει
- νά έχεις ξύσει
- νά έχει ξύσει
- νά έχουμε ξύσει
- νά έχετε ξύσει
- νά έχουν ξύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξύσει
- είχες ξύσει
- είχε ξύσει
- είχαμε ξύσει
- είχατε ξύσει
- είχαν ξύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξύσει
- θά έχεις ξύσει
- θά έχει ξύσει
- θά έχουμε ξύσει
- θά έχετε ξύσει
- θά έχουν ξύσει