EL.png ξοδεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξοδεύω
  • ξοδεύεις
  • ξοδεύει
  • ξοδεύουμε
  • ξοδεύετε
  • ξοδεύουν

Υποτακτική

  • νά ξοδεύω
  • νά ξοδεύεις
  • νά ξοδεύει
  • νά ξοδεύουμε
  • νά ξοδεύετε
  • νά ξοδεύουν
 

Προστακτική

  • ξόδευε
  • ξοδεύετε

Μετοχή

  • ξοδεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξόδευα
  • ξόδευες
  • ξόδευε
  • ξοδεύαμε
  • ξοδεύατε
  • ξοδεύαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξοδεύω
  • θά ξοδεύεις
  • θά ξοδεύει
  • θά ξοδεύουμε
  • θά ξοδεύετε
  • θά ξοδεύουν

Στιγμιαίος

  • θά ξοδέψω
  • θά ξοδέψεις
  • θά ξοδέψει
  • θά ξοδέψουμε
  • θά ξοδέψετε
  • θά ξοδέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξόδεψα
  • ξόδεψες
  • ξόδεψε
  • ξοδέψαμε
  • ξοδέψατε
  • ξόδεψαν

Υποτακτική

  • νά ξοδέψω
  • νά ξοδέψεις
  • νά ξοδέψει
  • νά ξοδέψουμε
  • νά ξοδέψετε
  • νά ξοδέψουν
 

Προστακτική

  • ξόδεψε
  • ξοδέψτε

Απαρέμφατο

  • ξοδέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξοδέψει
  • έχεις ξοδέψει
  • έχει ξοδέψει
  • έχουμε ξοδέψει
  • έχετε ξοδέψει
  • έχουν ξοδέψει

Υποτακτική

  • νά έχω ξοδέψει
  • νά έχεις ξοδέψει
  • νά έχει ξοδέψει
  • νά έχουμε ξοδέψει
  • νά έχετε ξοδέψει
  • νά έχουν ξοδέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξοδέψει
  • είχες ξοδέψει
  • είχε ξοδέψει
  • είχαμε ξοδέψει
  • είχατε ξοδέψει
  • είχαν ξοδέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξοδέψει
  • θά έχεις ξοδέψει
  • θά έχει ξοδέψει
  • θά έχουμε ξοδέψει
  • θά έχετε ξοδέψει
  • θά έχουν ξοδέψει