EL.png μορφώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μορφώνω
  • μορφώνεις
  • μορφώνει
  • μορφώνουμε
  • μορφώνετε
  • μορφώνουν

Υποτακτική

  • νά μορφώνω
  • νά μορφώνεις
  • νά μορφώνει
  • νά μορφώνουμε
  • νά μορφώνετε
  • νά μορφώνουν
 

Προστακτική

  • μόρφωνε
  • μορφώνετε

Μετοχή

  • μορφώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μόρφωνα
  • μόρφωνες
  • μόρφωνε
  • μορφώναμε
  • μορφώνατε
  • μόρφωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μορφώνω
  • θά μορφώνεις
  • θά μορφώνει
  • θά μορφώνουμε
  • θά μορφώνετε
  • θά μορφώνουν

Στιγμιαίος

  • θά μορφώσω
  • θά μορφώσεις
  • θά μορφώσει
  • θά μορφώσουμε
  • θά μορφώσετε
  • θά μορφώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μόρφωσα
  • μόρφωσες
  • μόρφωσε
  • μορφώσαμε
  • μορφώσατε
  • μόρφωσαν

Υποτακτική

  • νά μορφώσω
  • νά μορφώσεις
  • νά μορφώσει
  • νά μορφώσουμε
  • νά μορφώσετε
  • νά μορφώσουν
 

Προστακτική

  • μόρφωσε
  • μορφώστε

Απαρέμφατο

  • μορφώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μορφώσει
  • έχεις μορφώσει
  • έχει μορφώσει
  • έχουμε μορφώσει
  • έχετε μορφώσει
  • έχουν μορφώσει

Υποτακτική

  • νά έχω μορφώσει
  • νά έχεις μορφώσει
  • νά έχει μορφώσει
  • νά έχουμε μορφώσει
  • νά έχετε μορφώσει
  • νά έχουν μορφώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μορφώσει
  • είχες μορφώσει
  • είχε μορφώσει
  • είχαμε μορφώσει
  • είχατε μορφώσει
  • είχαν μορφώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μορφώσει
  • θά έχεις μορφώσει
  • θά έχει μορφώσει
  • θά έχουμε μορφώσει
  • θά έχετε μορφώσει
  • θά έχουν μορφώσει