EL.png μοιράζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μοιράζω
  • μοιράζεις
  • μοιράζει
  • μοιράζουμε
  • μοιράζετε
  • μοιράζουν

Υποτακτική

  • νά μοιράζω
  • νά μοιράζεις
  • νά μοιράζει
  • νά μοιράζουμε
  • νά μοιράζετε
  • νά μοιράζουν
 

Προστακτική

  • μοίραζε
  • μοιράζετε

Μετοχή

  • μοιράζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μοίραζα
  • μοίραζες
  • μοίραζε
  • μοιράζαμε
  • μοιράζατε
  • μοίραζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μοιράζω
  • θά μοιράζεις
  • θά μοιράζει
  • θά μοιράζουμε
  • θά μοιράζετε
  • θά μοιράζουν

Στιγμιαίος

  • θά μοιράσω
  • θά μοιράσεις
  • θά μοιράσει
  • θά μοιράσουμε
  • θά μοιράσετε
  • θά μοιράσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μοίρασα
  • μοίρασες
  • μοίρασε
  • μοιράσαμε
  • μοιράσατε
  • μοίρασαν

Υποτακτική

  • νά μοιράσω
  • νά μοιράσεις
  • νά μοιράσει
  • νά μοιράσουμε
  • νά μοιράσετε
  • νά μοιράσουν
 

Προστακτική

  • μοίρασε
  • μοιράστε

Απαρέμφατο

  • μοιράσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μοιράσει
  • έχεις μοιράσει
  • έχει μοιράσει
  • έχουμε μοιράσει
  • έχετε μοιράσει
  • έχουν μοιράσει

Υποτακτική

  • νά έχω μοιράσει
  • νά έχεις μοιράσει
  • νά έχει μοιράσει
  • νά έχουμε μοιράσει
  • νά έχετε μοιράσει
  • νά έχουν μοιράσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μοιράσει
  • είχες μοιράσει
  • είχε μοιράσει
  • είχαμε μοιράσει
  • είχατε μοιράσει
  • είχαν μοιράσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μοιράσει
  • θά έχεις μοιράσει
  • θά έχει μοιράσει
  • θά έχουμε μοιράσει
  • θά έχετε μοιράσει
  • θά έχουν μοιράσει