EL.png μιλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μιλώ
  • μιλάς
  • μιλά
  • μιλούμε-(άμε)
  • μιλάτε
  • μιλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά μιλώ
  • νά μιλάς
  • νά μιλά
  • νά μιλούμε-(άμε)
  • νά μιλάτε
  • νά μιλ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • μίλα
  • μιλάτε

Μετοχή

  • μιλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μιλούσα
  • μιλούσες
  • μιλούσε
  • μιλούσαμε
  • μιλούσατε
  • μιλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μιλώ
  • θά μιλάς
  • θά μιλά
  • θά μιλούμε-(άμε)
  • θά μιλάτε
  • θά μιλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά μιλήσω
  • θά μιλήσεις
  • θά μιλήσει
  • θά μιλήσουμε
  • θά μιλήσετε
  • θά μιλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μίλησα
  • μίλησες
  • μίλησε
  • μιλήσαμε
  • μιλήσατε
  • μίλησαν

Υποτακτική

  • νά μιλήσω
  • νά μιλήσεις
  • νά μιλήσει
  • νά μιλήσουμε
  • νά μιλήσετε
  • νά μιλήσουν
 

Προστακτική

  • μίλησε
  • μιλήστε

Απαρέμφατο

  • μιλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μιλήσει
  • έχεις μιλήσει
  • έχει μιλήσει
  • έχουμε μιλήσει
  • έχετε μιλήσει
  • έχουν μιλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω μιλήσει
  • νά έχεις μιλήσει
  • νά έχει μιλήσει
  • νά έχουμε μιλήσει
  • νά έχετε μιλήσει
  • νά έχουν μιλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μιλήσει
  • είχες μιλήσει
  • είχε μιλήσει
  • είχαμε μιλήσει
  • είχατε μιλήσει
  • είχαν μιλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μιλήσει
  • θά έχεις μιλήσει
  • θά έχει μιλήσει
  • θά έχουμε μιλήσει
  • θά έχετε μιλήσει
  • θά έχουν μιλήσει