EL.png μένω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μένω
  • μένεις
  • μένει
  • μένουμε
  • μένετε
  • μένουν

Υποτακτική

  • νά μένω
  • νά μένεις
  • νά μένει
  • νά μένουμε
  • νά μένετε
  • νά μένουν
 

Προστακτική

  • μένε
  • μένετε

Μετοχή

  • μένοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έμενα
  • έμενες
  • έμενε
  • μέναμε
  • μένατε
  • έμεναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μένω
  • θά μένεις
  • θά μένει
  • θά μένουμε
  • θά μένετε
  • θά μένουν

Στιγμιαίος

  • θά μείνω
  • θά μείνεις
  • θά μείνει
  • θά μείνουμε
  • θά μείνετε
  • θά μείνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έμεινα
  • έμεινες
  • έμεινε
  • μείναμε
  • μείνατε
  • έμειναν

Υποτακτική

  • νά μείνω
  • νά μείνεις
  • νά μείνει
  • νά μείνουμε
  • νά μείνετε
  • νά μείνουν
 

Προστακτική

  • μείνε
  • μείνετε

Απαρέμφατο

  • μείνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μείνει
  • έχεις μείνει
  • έχει μείνει
  • έχουμε μείνει
  • έχετε μείνει
  • έχουν μείνει

Υποτακτική

  • νά έχω μείνει
  • νά έχεις μείνει
  • νά έχει μείνει
  • νά έχουμε μείνει
  • νά έχετε μείνει
  • νά έχουν μείνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μείνει
  • είχες μείνει
  • είχε μείνει
  • είχαμε μείνει
  • είχατε μείνει
  • είχαν μείνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μείνει
  • θά έχεις μείνει
  • θά έχει μείνει
  • θά έχουμε μείνει
  • θά έχετε μείνει
  • θά έχουν μείνει