EL.png μεγαλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μεγαλώνω
  • μεγαλώνεις
  • μεγαλώνει
  • μεγαλώνουμε
  • μεγαλώνετε
  • μεγαλώνουν

Υποτακτική

  • νά μεγαλώνω
  • νά μεγαλώνεις
  • νά μεγαλώνει
  • νά μεγαλώνουμε
  • νά μεγαλώνετε
  • νά μεγαλώνουν
 

Προστακτική

  • μεγάλωνε
  • μεγαλώνετε

Μετοχή

  • μεγαλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μεγάλωνα
  • μεγάλωνες
  • μεγάλωνε
  • μεγαλώναμε
  • μεγαλώνατε
  • μεγάλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μεγαλώνω
  • θά μεγαλώνεις
  • θά μεγαλώνει
  • θά μεγαλώνουμε
  • θά μεγαλώνετε
  • θά μεγαλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά μεγαλώσω
  • θά μεγαλώσεις
  • θά μεγαλώσει
  • θά μεγαλώσουμε
  • θά μεγαλώσετε
  • θά μεγαλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μεγάλωσα
  • μεγάλωσες
  • μεγάλωσε
  • μεγαλώσαμε
  • μεγαλώσατε
  • μεγάλωσαν

Υποτακτική

  • νά μεγαλώσω
  • νά μεγαλώσεις
  • νά μεγαλώσει
  • νά μεγαλώσουμε
  • νά μεγαλώσετε
  • νά μεγαλώσουν
 

Προστακτική

  • μεγάλωσε
  • μεγαλώστε

Απαρέμφατο

  • μεγαλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μεγαλώσει
  • έχεις μεγαλώσει
  • έχει μεγαλώσει
  • έχουμε μεγαλώσει
  • έχετε μεγαλώσει
  • έχουν μεγαλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω μεγαλώσει
  • νά έχεις μεγαλώσει
  • νά έχει μεγαλώσει
  • νά έχουμε μεγαλώσει
  • νά έχετε μεγαλώσει
  • νά έχουν μεγαλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μεγαλώσει
  • είχες μεγαλώσει
  • είχε μεγαλώσει
  • είχαμε μεγαλώσει
  • είχατε μεγαλώσει
  • είχαν μεγαλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μεγαλώσει
  • θά έχεις μεγαλώσει
  • θά έχει μεγαλώσει
  • θά έχουμε μεγαλώσει
  • θά έχετε μεγαλώσει
  • θά έχουν μεγαλώσει