ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μαυρίζω
- μαυρίζεις
- μαυρίζει
- μαυρίζουμε
- μαυρίζετε
- μαυρίζουν
Υποτακτική
- νά μαυρίζω
- νά μαυρίζεις
- νά μαυρίζει
- νά μαυρίζουνά
- νά μαυρίζετε
- νά μαυρίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μαύριζα
- μαύριζες
- μαύριζε
- μαυρίζαμε
- μαυρίζατε
- μαύριζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μαυρίζω
- θά μαυρίζεις
- θά μαυρίζει
- θά μαυρίζουθά
- θά μαυρίζετε
- θά μαυρίζουν
Στιγμιαίος
- θά μαυρίσω
- θά μαυρίσεις
- θά μαυρίσει
- θά μαυρίσουμε
- θά μαυρίσετε
- θά μαυρίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μαύρισα
- μαύρισες
- μαύρισε
- μαυρίσαμε
- μαυρίσατε
- μαύρισαν
Υποτακτική
- νά μαυρίσω
- νά μαυρίσεις
- νά μαυρίσει
- νά μαυρίσουμε
- νά μαυρίσετε
- νά μαυρίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μαυρίσει
- έχεις μαυρίσει
- έχει μαυρίσει
- έχουμε μαυρίσει
- έχετε μαυρίσει
- έχουν μαυρίσει
Υποτακτική
- νά έχω μαυρίσει
- νά έχεις μαυρίσει
- νά έχει μαυρίσει
- νά έχουμε μαυρίσει
- νά έχετε μαυρίσει
- νά έχουν μαυρίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μαυρίσει
- είχες μαυρίσει
- είχε μαυρίσει
- είχαμε μαυρίσει
- είχατε μαυρίσει
- είχαν μαυρίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μαυρίσει
- θά έχεις μαυρίσει
- θά έχει μαυρίσει
- θά έχουμε μαυρίσει
- θά έχετε μαυρίσει
- θά έχουν μαυρίσει