EL.png μαυρίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μαυρίζω
  • μαυρίζεις
  • μαυρίζει
  • μαυρίζουμε
  • μαυρίζετε
  • μαυρίζουν

Υποτακτική

  • νά μαυρίζω
  • νά μαυρίζεις
  • νά μαυρίζει
  • νά μαυρίζουνά
  • νά μαυρίζετε
  • νά μαυρίζουν
 

Προστακτική

  • μαύριζε
  • μαυρίζετε

Μετοχή

  • μαυρίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μαύριζα
  • μαύριζες
  • μαύριζε
  • μαυρίζαμε
  • μαυρίζατε
  • μαύριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μαυρίζω
  • θά μαυρίζεις
  • θά μαυρίζει
  • θά μαυρίζουθά
  • θά μαυρίζετε
  • θά μαυρίζουν

Στιγμιαίος

  • θά μαυρίσω
  • θά μαυρίσεις
  • θά μαυρίσει
  • θά μαυρίσουμε
  • θά μαυρίσετε
  • θά μαυρίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μαύρισα
  • μαύρισες
  • μαύρισε
  • μαυρίσαμε
  • μαυρίσατε
  • μαύρισαν

Υποτακτική

  • νά μαυρίσω
  • νά μαυρίσεις
  • νά μαυρίσει
  • νά μαυρίσουμε
  • νά μαυρίσετε
  • νά μαυρίσουν
 

Προστακτική

  • μαύρισε
  • μαυρίστε

Απαρέμφατο

  • μαυρίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μαυρίσει
  • έχεις μαυρίσει
  • έχει μαυρίσει
  • έχουμε μαυρίσει
  • έχετε μαυρίσει
  • έχουν μαυρίσει

Υποτακτική

  • νά έχω μαυρίσει
  • νά έχεις μαυρίσει
  • νά έχει μαυρίσει
  • νά έχουμε μαυρίσει
  • νά έχετε μαυρίσει
  • νά έχουν μαυρίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μαυρίσει
  • είχες μαυρίσει
  • είχε μαυρίσει
  • είχαμε μαυρίσει
  • είχατε μαυρίσει
  • είχαν μαυρίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μαυρίσει
  • θά έχεις μαυρίσει
  • θά έχει μαυρίσει
  • θά έχουμε μαυρίσει
  • θά έχετε μαυρίσει
  • θά έχουν μαυρίσει