ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μαλώνω
- μαλώνεις
- μαλώνει
- μαλώνουμε
- μαλώνετε
- μαλώνουν
Υποτακτική
- νά μαλώνω
- νά μαλώνεις
- νά μαλώνει
- νά μαλώνουμε
- νά μαλώνετε
- νά μαλώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μάλωνα
- μάλωνες
- μάλωνε
- μαλώναμε
- μαλώνατε
- μάλωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μαλώνω
- θά μαλώνεις
- θά μαλώνει
- θά μαλώνουμε
- θά μαλώνετε
- θά μαλώνουν
Στιγμιαίος
- θά μαλώσω
- θά μαλώσεις
- θά μαλώσει
- θά μαλώσουμε
- θά μαλώσετε
- θά μαλώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μάλωσα
- μάλωσες
- μάλωσε
- μαλώσαμε
- μαλώσατε
- μάλωσαν
Υποτακτική
- νά μαλώσω
- νά μαλώσεις
- νά μαλώσει
- νά μαλώσουμε
- νά μαλώσετε
- νά μαλώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μαλώσει
- έχεις μαλώσει
- έχει μαλώσει
- έχουμε μαλώσει
- έχετε μαλώσει
- έχουν μαλώσει
Υποτακτική
- νά έχω μαλώσει
- νά έχεις μαλώσει
- νά έχει μαλώσει
- νά έχουμε μαλώσει
- νά έχετε μαλώσει
- νά έχουν μαλώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μαλώσει
- είχες μαλώσει
- είχε μαλώσει
- είχαμε μαλώσει
- είχατε μαλώσει
- είχαν μαλώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μαλώσει
- θά έχεις μαλώσει
- θά έχει μαλώσει
- θά έχουμε μαλώσει
- θά έχετε μαλώσει
- θά έχουν μαλώσει