EL.png μαλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μαλώνω
  • μαλώνεις
  • μαλώνει
  • μαλώνουμε
  • μαλώνετε
  • μαλώνουν

Υποτακτική

  • νά μαλώνω
  • νά μαλώνεις
  • νά μαλώνει
  • νά μαλώνουμε
  • νά μαλώνετε
  • νά μαλώνουν
 

Προστακτική

  • μάλωνε
  • μαλώνετε

Μετοχή

  • μαλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μάλωνα
  • μάλωνες
  • μάλωνε
  • μαλώναμε
  • μαλώνατε
  • μάλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μαλώνω
  • θά μαλώνεις
  • θά μαλώνει
  • θά μαλώνουμε
  • θά μαλώνετε
  • θά μαλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά μαλώσω
  • θά μαλώσεις
  • θά μαλώσει
  • θά μαλώσουμε
  • θά μαλώσετε
  • θά μαλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μάλωσα
  • μάλωσες
  • μάλωσε
  • μαλώσαμε
  • μαλώσατε
  • μάλωσαν

Υποτακτική

  • νά μαλώσω
  • νά μαλώσεις
  • νά μαλώσει
  • νά μαλώσουμε
  • νά μαλώσετε
  • νά μαλώσουν
 

Προστακτική

  • μάλωσε
  • μαλώστε

Απαρέμφατο

  • μαλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μαλώσει
  • έχεις μαλώσει
  • έχει μαλώσει
  • έχουμε μαλώσει
  • έχετε μαλώσει
  • έχουν μαλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω μαλώσει
  • νά έχεις μαλώσει
  • νά έχει μαλώσει
  • νά έχουμε μαλώσει
  • νά έχετε μαλώσει
  • νά έχουν μαλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μαλώσει
  • είχες μαλώσει
  • είχε μαλώσει
  • είχαμε μαλώσει
  • είχατε μαλώσει
  • είχαν μαλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μαλώσει
  • θά έχεις μαλώσει
  • θά έχει μαλώσει
  • θά έχουμε μαλώσει
  • θά έχετε μαλώσει
  • θά έχουν μαλώσει