ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μαζεύω
- μαζεύεις
- μαζεύει
- μαζεύουμε
- μαζεύετε
- μαζεύουν
Υποτακτική
- νά μαζεύω
- νά μαζεύεις
- νά μαζεύει
- νά μαζεύουμε
- νά μαζεύετε
- νά μαζεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μάζευα
- μάζευες
- μάζευε
- μαζεύαμε
- μαζεύατε
- μάζευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μαζεύω
- θά μαζεύεις
- θά μαζεύει
- θά μαζεύουμε
- θά μαζεύετε
- θά μαζεύουν
Στιγμιαίος
- θά μαζέψω
- θά μαζέψεις
- θά μαζέψει
- θά μαζέψουμε
- θά μαζέψετε
- θά μαζέψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μάζεψα
- μάζεψες
- μάζεψε
- μαζέψαμε
- μαζέψατε
- μάζεψαν
Υποτακτική
- νά μαζέψω
- νά μαζέψεις
- νά μαζέψει
- νά μαζέψουμε
- νά μαζέψετε
- νά μαζέψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μαζέψει
- έχεις μαζέψει
- έχει μαζέψει
- έχουμε μαζέψει
- έχετε μαζέψει
- έχουν μαζέψει
Υποτακτική
- νά έχω μαζέψει
- νά έχεις μαζέψει
- νά έχει μαζέψει
- νά έχουμε μαζέψει
- νά έχετε μαζέψει
- νά έχουν μαζέψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μαζέψει
- είχες μαζέψει
- είχε μαζέψει
- είχαμε μαζέψει
- είχατε μαζέψει
- είχαν μαζέψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μαζέψει
- θά έχεις μαζέψει
- θά έχει μαζέψει
- θά έχουμε μαζέψει
- θά έχετε μαζέψει
- θά έχουν μαζέψει