ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λούζω
- λούζεις
- λούζει
- λούζουμε
- λούζετε
- λούζουν
Υποτακτική
- νά λούζω
- νά λούζεις
- νά λούζει
- νά λούζουμε
- νά λούζετε
- νά λούζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έλουζα
- έλουζες
- έλουζε
- λούζαμε
- λούζατε
- έλουζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά λούζω
- θά λούζεις
- θά λούζει
- θά λούζουμε
- θά λούζετε
- θά λούζουν
Στιγμιαίος
- θά λούσω
- θά λούσεις
- θά λούσει
- θά λούσουμε
- θά λούσετε
- θά λούσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έλουσα
- έλουσες
- έλουσε
- λούσαμε
- λούσατε
- έλουσαν
Υποτακτική
- νά λούσω
- νά λούσεις
- νά λούσει
- νά λούσουμε
- νά λούσετε
- νά λούσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω λούσει
- έχεις λούσει
- έχει λούσει
- έχουμε λούσει
- έχετε λούσει
- έχουν λούσει
Υποτακτική
- νά έχω λούσει
- νά έχεις λούσει
- νά έχει λούσει
- νά έχουμε λούσει
- νά έχετε λούσει
- νά έχουν λούσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα λούσει
- είχες λούσει
- είχε λούσει
- είχαμε λούσει
- είχατε λούσει
- είχαν λούσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω λούσει
- θά έχεις λούσει
- θά έχει λούσει
- θά έχουμε λούσει
- θά έχετε λούσει
- θά έχουν λούσει