EL.png λογαριάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λογαριάζω
  • λογαριάζεις
  • λογαριάζει
  • λογαριάζουμε
  • λογαριάζετε
  • λογαριάζουν

Υποτακτική

  • νά λογαριάζω
  • νά λογαριάζεις
  • νά λογαριάζει
  • νά λογαριάζουμε
  • νά λογαριάζετε
  • νά λογαριάζουν
 

Προστακτική

  • λογάριαζε
  • λογαριάζετε

Μετοχή

  • λογαριάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λογάριαζα
  • λογάριαζες
  • λογάριαζε
  • λογαριάζαμε
  • λογαριάζατε
  • λογάριαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά λογαριάζω
  • θά λογαριάζεις
  • θά λογαριάζει
  • θά λογαριάζουμε
  • θά λογαριάζετε
  • θά λογαριάζουν

Στιγμιαίος

  • θά λογαριάσω
  • θά λογαριάσεις
  • θά λογαριάσει
  • θά λογαριάσουμε
  • θά λογαριάσετε
  • θά λογαριάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λογάριασα
  • λογάριασες
  • λογάριασε
  • λογαριάσαμε
  • λογαριάσατε
  • λογάριασαν

Υποτακτική

  • νά λογαριάσω
  • νά λογαριάσεις
  • νά λογαριάσει
  • νά λογαριάσουμε
  • νά λογαριάσετε
  • νά λογαριάσουν
 

Προστακτική

  • λογάριασε
  • λογαριάστε

Απαρέμφατο

  • λογαριάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω λογαριάσει
  • έχεις λογαριάσει
  • έχει λογαριάσει
  • έχουμε λογαριάσει
  • έχετε λογαριάσει
  • έχουν λογαριάσει

Υποτακτική

  • νά έχω λογαριάσει
  • νά έχεις λογαριάσει
  • νά έχει λογαριάσει
  • νά έχουμε λογαριάσει
  • νά έχετε λογαριάσει
  • νά έχουν λογαριάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα λογαριάσει
  • είχες λογαριάσει
  • είχε λογαριάσει
  • είχαμε λογαριάσει
  • είχατε λογαριάσει
  • είχαν λογαριάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω λογαριάσει
  • θά έχεις λογαριάσει
  • θά έχει λογαριάσει
  • θά έχουμε λογαριάσει
  • θά έχετε λογαριάσει
  • θά έχουν λογαριάσει