ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κυριεύω
- κυριεύεις
- κυριεύει
- κυριεύουμε
- κυριεύετε
- κυριεύουν
Υποτακτική
- νά κυριεύω
- νά κυριεύεις
- νά κυριεύει
- νά κυριεύουμε
- νά κυριεύετε
- νά κυριεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κυρίευα
- κυρίευες
- κυρίευε
- κυριεύαμε
- κυριεύατε
- κυρίευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κυριεύω
- θά κυριεύεις
- θά κυριεύει
- θά κυριεύουμε
- θά κυριεύετε
- θά κυριεύουν
Στιγμιαίος
- θά κυριέψω
- θά κυριέψεις
- θά κυριέψει
- θά κυριέψουμε
- θά κυριέψετε
- θά κυριέψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κυρίεψα
- κυρίεψες
- κυρίεψε
- κυριέψαμε
- κυριέψατε
- κυρίεψαν
Υποτακτική
- νά κυριέψω
- νά κυριέψεις
- νά κυριέψει
- νά κυριέψουμε
- νά κυριέψετε
- νά κυριέψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κυριέψει
- έχεις κυριέψει
- έχει κυριέψει
- έχουμε κυριέψει
- έχετε κυριέψει
- έχουν κυριέψει
Υποτακτική
- νά έχω κυριέψει
- νά έχεις κυριέψει
- νά έχει κυριέψει
- νά έχουμε κυριέψει
- νά έχετε κυριέψει
- νά έχουν κυριέψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κυριέψει
- είχες κυριέψει
- είχε κυριέψει
- είχαμε κυριέψει
- είχατε κυριέψει
- είχαν κυριέψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κυριέψει
- θά έχεις κυριέψει
- θά έχει κυριέψει
- θά έχουμε κυριέψει
- θά έχετε κυριέψει
- θά έχουν κυριέψει