EL.png κρατώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κρατώ
  • κρατάς
  • κρατά
  • κρατούμε-(άμε)
  • κρατάτε
  • κρατ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά κρατώ
  • νά κρατάς
  • νά κρατά
  • νά κρατούμε-(άμε)
  • νά κρατάτε
  • νά κρατ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • κράτα
  • κρατάτε

Μετοχή

  • κρατώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κρατούσα
  • κρατούσες
  • κρατούσε
  • κρατούσαμε
  • κρατούσατε
  • κρατούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κρατώ
  • θά κρατάς
  • θά κρατά
  • θά κρατούμε-(άμε)
  • θά κρατάτε
  • θά κρατ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά κρατήσω
  • θά κρατήσεις
  • θά κρατήσει
  • θά κρατήσουμε
  • θά κρατήσετε
  • θά κρατήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κράτησα
  • κράτησες
  • κράτησε
  • κρατήσαμε
  • κρατήσατε
  • κράτησαν

Υποτακτική

  • νά κρατήσω
  • νά κρατήσεις
  • νά κρατήσει
  • νά κρατήσουμε
  • νά κρατήσετε
  • νά κρατήσουν
 

Προστακτική

  • κράτησε
  • κρατήστε

Απαρέμφατο

  • κρατήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κρατήσει
  • έχεις κρατήσει
  • έχει κρατήσει
  • έχουμε κρατήσει
  • έχετε κρατήσει
  • έχουν κρατήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κρατήσει
  • νά έχεις κρατήσει
  • νά έχει κρατήσει
  • νά έχουμε κρατήσει
  • νά έχετε κρατήσει
  • νά έχουν κρατήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κρατήσει
  • είχες κρατήσει
  • είχε κρατήσει
  • είχαμε κρατήσει
  • είχατε κρατήσει
  • είχαν κρατήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κρατήσει
  • θά έχεις κρατήσει
  • θά έχει κρατήσει
  • θά έχουμε κρατήσει
  • θά έχετε κρατήσει
  • θά έχουν κρατήσει