EL.png κουρδίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κουρδίζω
  • κουρδίζεις
  • κουρδίζει
  • κουρδίζουμε
  • κουρδίζετε
  • κουρδίζουν

Υποτακτική

  • νά κουρδίζω
  • νά κουρδίζεις
  • νά κουρδίζει
  • νά κουρδίζουμε
  • νά κουρδίζετε
  • νά κουρδίζουν
 

Προστακτική

  • κούρδιζε
  • κουρδίζετε

Μετοχή

  • κουρδίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κούρδιζα
  • κούρδιζες
  • κούρδιζε
  • κουρδίζαμε
  • κουρδίζατε
  • κούρδιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κουρδίζω
  • θά κουρδίζεις
  • θά κουρδίζει
  • θά κουρδίζουμε
  • θά κουρδίζετε
  • θά κουρδίζουν

Στιγμιαίος

  • θά κουρδίσω
  • θά κουρδίσεις
  • θά κουρδίσει
  • θά κουρδίσουμε
  • θά κουρδίσετε
  • θά κουρδίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κούρδισα
  • κούρδισες
  • κούρδισε
  • κουρδίσαμε
  • κουρδίσατε
  • κούρδισαν

Υποτακτική

  • νά κουρδίσω
  • νά κουρδίσεις
  • νά κουρδίσει
  • νά κουρδίσουμε
  • νά κουρδίσετε
  • νά κουρδίσουν
 

Προστακτική

  • κούρδισε
  • κουρδίστε

Απαρέμφατο

  • κουρδίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κουρδίσει
  • έχεις κουρδίσει
  • έχει κουρδίσει
  • έχουμε κουρδίσει
  • έχετε κουρδίσει
  • έχουν κουρδίσει

Υποτακτική

  • νά έχω κουρδίσει
  • νά έχεις κουρδίσει
  • νά έχει κουρδίσει
  • νά έχουμε κουρδίσει
  • νά έχετε κουρδίσει
  • νά έχουν κουρδίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κουρδίσει
  • είχες κουρδίσει
  • είχε κουρδίσει
  • είχαμε κουρδίσει
  • είχατε κουρδίσει
  • είχαν κουρδίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κουρδίσει
  • θά έχεις κουρδίσει
  • θά έχει κουρδίσει
  • θά έχουμε κουρδίσει
  • θά έχετε κουρδίσει
  • θά έχουν κουρδίσει