EL.png κλειδώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κλειδώνω
  • κλειδώνεις
  • κλειδώνει
  • κλειδώνουμε
  • κλειδώνετε
  • κλειδώνουν

Υποτακτική

  • νά κλειδώνω
  • νά κλειδώνεις
  • νά κλειδώνει
  • νά κλειδώνουμε
  • νά κλειδώνετε
  • νά κλειδώνουν
 

Προστακτική

  • κλείδωνε
  • κλειδώνετε

Μετοχή

  • κλειδώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κλείδωνα
  • κλείδωνες
  • κλείδωνε
  • κλειδώναμε
  • κλειδώνατε
  • κλείδωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κλειδώνω
  • θά κλειδώνεις
  • θά κλειδώνει
  • θά κλειδώνουμε
  • θά κλειδώνετε
  • θά κλειδώνουν

Στιγμιαίος

  • θά κλειδώσω
  • θά κλειδώσεις
  • θά κλειδώσει
  • θά κλειδώσουμε
  • θά κλειδώσετε
  • θά κλειδώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κλείδωσα
  • κλείδωσες
  • κλείδωσε
  • κλειδώσαμε
  • κλειδώσατε
  • κλείδωσαν

Υποτακτική

  • νά κλειδώσω
  • νά κλειδώσεις
  • νά κλειδώσει
  • νά κλειδώσουμε
  • νά κλειδώσετε
  • νά κλειδώσουν
 

Προστακτική

  • κλείδωσε
  • κλειδώστε

Απαρέμφατο

  • κλειδώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κλειδώσει
  • έχεις κλειδώσει
  • έχει κλειδώσει
  • έχουμε κλειδώσει
  • έχετε κλειδώσει
  • έχουν κλειδώσει

Υποτακτική

  • νά έχω κλειδώσει
  • νά έχεις κλειδώσει
  • νά έχει κλειδώσει
  • νά έχουμε κλειδώσει
  • νά έχετε κλειδώσει
  • νά έχουν κλειδώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κλειδώσει
  • είχες κλειδώσει
  • είχε κλειδώσει
  • είχαμε κλειδώσει
  • είχατε κλειδώσει
  • είχαν κλειδώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κλειδώσει
  • θά έχεις κλειδώσει
  • θά έχει κλειδώσει
  • θά έχουμε κλειδώσει
  • θά έχετε κλειδώσει
  • θά έχουν κλειδώσει