EL.png κινδυνεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κινδυνεύω
  • κινδυνεύεις
  • κινδυνεύει
  • κινδυνεύουμε
  • κινδυνεύετε
  • κινδυνεύουν

Υποτακτική

  • νά κινδυνεύω
  • νά κινδυνεύεις
  • νά κινδυνεύει
  • νά κινδυνεύουμε
  • νά κινδυνεύετε
  • νά κινδυνεύουν
 

Προστακτική

  • κινδύνευε
  • κινδυνεύετε

Μετοχή

  • κινδυνεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κινδύνευα
  • κινδύνευες
  • κινδύνευε
  • κινδυνεύαμε
  • κινδυνεύατε
  • κινδύνευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κινδυνεύω
  • θά κινδυνεύεις
  • θά κινδυνεύει
  • θά κινδυνεύουμε
  • θά κινδυνεύετε
  • θά κινδυνεύουν

Στιγμιαίος

  • θά κινδυνεύσω
  • θά κινδυνεύσεις
  • θά κινδυνεύσει
  • θά κινδυνεύσουμε
  • θά κινδυνεύσετε
  • θά κινδυνεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κινδύνεψα
  • κινδύνεψες
  • κινδύνεψε
  • κινδυνέψαμε
  • κινδυνέψατε
  • κινδύνεψαν

Υποτακτική

  • νά κινδυνεύσω
  • νά κινδυνεύσεις
  • νά κινδυνεύσει
  • νά κινδυνεύσουμε
  • νά κινδυνεύσετε
  • νά κινδυνεύσουν
 

Προστακτική

  • κινδύνεψε
  • κινδυνέψτε

Απαρέμφατο

  • κινδυνέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κινδυνέψει
  • έχεις κινδυνέψει
  • έχει κινδυνέψει
  • έχουμε κινδυνέψει
  • έχετε κινδυνέψει
  • έχουν κινδυνέψει

Υποτακτική

  • νά έχω κινδυνέψει
  • νά έχεις κινδυνέψει
  • νά έχει κινδυνέψει
  • νά έχουμε κινδυνέψει
  • νά έχετε κινδυνέψει
  • νά έχουν κινδυνέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κινδυνέψει
  • είχες κινδυνέψει
  • είχε κινδυνέψει
  • είχαμε κινδυνέψει
  • είχατε κινδυνέψει
  • είχαν κινδυνέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κινδυνέψει
  • θά έχεις κινδυνέψει
  • θά έχει κινδυνέψει
  • θά έχουμε κινδυνέψει
  • θά έχετε κινδυνέψει
  • θά έχουν κινδυνέψει