EL.png καρφώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καρφώνω
  • καρφώνεις
  • καρφώνει
  • καρφώνουμε
  • καρφώνετε
  • καρφώνουν

Υποτακτική

  • νά καρφώνω
  • νά καρφώνεις
  • νά καρφώνει
  • νά καρφώνουμε
  • νά καρφώνετε
  • νά καρφώνουν
 

Προστακτική

  • κάρφωνε
  • καρφώνετε

Μετοχή

  • καρφώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κάρφωνα
  • κάρφωνες
  • κάρφωνε
  • καρφώναμε
  • καρφώνατε
  • κάρφωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καρφώνω
  • θά καρφώνεις
  • θά καρφώνει
  • θά καρφώνουμε
  • θά καρφώνετε
  • θά καρφώνουν

Στιγμιαίος

  • θά καρφώσω
  • θά καρφώσεις
  • θά καρφώσει
  • θά καρφώσουμε
  • θά καρφώσετε
  • θά καρφώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κάρφωσα
  • κάρφωσες
  • κάρφωσε
  • καρφώσαμε
  • καρφώσατε
  • κάρφωσαν

Υποτακτική

  • νά καρφώσω
  • νά καρφώσεις
  • νά καρφώσει
  • νά καρφώσουμε
  • νά καρφώσετε
  • νά καρφώσουν
 

Προστακτική

  • κάρφωσε
  • καρφώστε

Απαρέμφατο

  • καρφώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καρφώσει
  • έχεις καρφώσει
  • έχει καρφώσει
  • έχουμε καρφώσει
  • έχετε καρφώσει
  • έχουν καρφώσει

Υποτακτική

  • νά έχω καρφώσει
  • νά έχεις καρφώσει
  • νά έχει καρφώσει
  • νά έχουμε καρφώσει
  • νά έχετε καρφώσει
  • νά έχουν καρφώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καρφώσει
  • είχες καρφώσει
  • είχε καρφώσει
  • είχαμε καρφώσει
  • είχατε καρφώσει
  • είχαν καρφώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καρφώσει
  • θά έχεις καρφώσει
  • θά έχει καρφώσει
  • θά έχουμε καρφώσει
  • θά έχετε καρφώσει
  • θά έχουν καρφώσει