EL.png δυστυχώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δυστυχώ
  • δυστυχείς
  • δυστυχεί
  • δυστυχούμε
  • δυστυχείτε
  • δυστυχούν

Υποτακτική

  • νά δυστυχώ
  • νά δυστυχείς
  • νά δυστυχεί
  • νά δυστυχούμε
  • νά δυστυχείτε
  • νά δυστυχούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δυστυχούσα
  • δυστυχούσες
  • δυστυχούσε
  • δυστυχούσαμε
  • δυστυχείτε
  • δυστυχούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δυστυχώ
  • θά δυστυχείς
  • θά δυστυχεί
  • θά δυστυχούμε
  • θά δυστυχείτε
  • θά δυστυχούν

Στιγμιαίος

  • θά δυστυχήσω
  • θά δυστυχήσεις
  • θά δυστυχήσει
  • θά δυστυχήσουμε
  • θά δυστυχήσετε
  • θά δυστυχήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δυστύχησα
  • δυστύχησες
  • δυστύχησε
  • δυστυχήσαμε
  • δυστυχήσατε
  • δυστύχησαν

Υποτακτική

  • νά δυστυχήσω
  • νά δυστυχήσεις
  • νά δυστυχήσει
  • νά δυστυχήσουμε
  • νά δυστυχήσετε
  • νά δυστυχήσουν
 

Προστακτική

  • δυστύχησε
  • δυστυχήστε

Απαρέμφατο

  • δυστυχήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δυστυχήσει
  • έχεις δυστυχήσει
  • έχει δυστυχήσει
  • έχουμε δυστυχήσει
  • έχετε δυστυχήσει
  • έχουν δυστυχήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δυστυχήσει
  • νά έχεις δυστυχήσει
  • νά έχει δυστυχήσει
  • νά έχουμε δυστυχήσει
  • νά έχετε δυστυχήσει
  • νά έχουν δυστυχήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δυστυχήσει
  • είχες δυστυχήσει
  • είχε δυστυχήσει
  • είχαμε δυστυχήσει
  • είχατε δυστυχήσει
  • είχαν δυστυχήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δυστυχήσει
  • θά έχεις δυστυχήσει
  • θά έχει δυστυχήσει
  • θά έχουμε δυστυχήσει
  • θά έχετε δυστυχήσει
  • θά έχουν δυστυχήσει