EL.png δαπανώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δαπανώ
  • δαπανάς
  • δαπανά
  • δαπανούμε-(άμε)
  • δαπανάτε
  • δαπαν(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά δαπανώ
  • νά δαπανάς
  • νά δαπανά
  • νά δαπανούμε-(άμε)
  • νά δαπανάτε
  • νά δαπαν(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • δαπάνα
  • δαπανάτε

Μετοχή

  • δαπανώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δαπανούσα
  • δαπανούσες
  • δαπανούσε
  • δαπανούσαμε-(άμε)
  • δαπανούσατε
  • δαπανούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δαπανώ
  • θά δαπαθά ς
  • θά δαπαθά
  • θά δαπανούμε-(άμε)
  • θά δαπαθά τε
  • θά δαπαν(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά δαπανήσω
  • θά δαπανήσεις
  • θά δαπανήσει
  • θά δαπανήσουμε
  • θά δαπανήσετε
  • θά δαπανήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δαπάνησα
  • δαπάνησες
  • δαπάνησε
  • δαπανήσαμε
  • δαπανήσατε
  • δαπάνησαν

Υποτακτική

  • νά δαπανήσω
  • νά δαπανήσεις
  • νά δαπανήσει
  • νά δαπανήσουμε
  • νά δαπανήσετε
  • νά δαπανήσουν
 

Προστακτική

  • δαπάνησε
  • δαπανήστε

Απαρέμφατο

  • δαπανήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δαπανήσει
  • έχεις δαπανήσει
  • έχει δαπανήσει
  • έχουμε δαπανήσει
  • έχετε δαπανήσει
  • έχουν δαπανήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δαπανήσει
  • νά έχεις δαπανήσει
  • νά έχει δαπανήσει
  • νά έχουμε δαπανήσει
  • νά έχετε δαπανήσει
  • νά έχουν δαπανήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δαπανήσει
  • είχες δαπανήσει
  • είχε δαπανήσει
  • είχαμε δαπανήσει
  • είχατε δαπανήσει
  • είχαν δαπανήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δαπανήσει
  • θά έχεις δαπανήσει
  • θά έχει δαπανήσει
  • θά έχουμε δαπανήσει
  • θά έχετε δαπανήσει
  • θά έχουν δαπανήσει