ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- δακρύζω
- δακρύζεις
- δακρύζει
- δακρύζουμε
- δακρύζετε
- δακρύζουν
Υποτακτική
- νά δακρύζω
- νά δακρύζεις
- νά δακρύζει
- νά δακρύζουμε
- νά δακρύζετε
- νά δακρύζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- δάκρυζα
- δάκρυζες
- δάκρυζε
- δακρύζαμε
- δακρύζατε
- δάκρυζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά δακρύζω
- θά δακρύζεις
- θά δακρύζει
- θά δακρύζουμε
- θά δακρύζετε
- θά δακρύζουν
Στιγμιαίος
- θά δακρύσω
- θά δακρύσεις
- θά δακρύσει
- θά δακρύσουμε
- θά δακρύσετε
- θά δακρύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- δάκρυσα
- δάκρυσες
- δάκρυσε
- δακρύσαμε
- δακρύσατε
- δάκρυσαν
Υποτακτική
- νά δακρύσω
- νά δακρύσεις
- νά δακρύσει
- νά δακρύσουμε
- νά δακρύσετε
- νά δακρύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω δακρύσει
- έχεις δακρύσει
- έχει δακρύσει
- έχουμε δακρύσει
- έχετε δακρύσει
- έχουν δακρύσει
Υποτακτική
- νά έχω δακρύσει
- νά έχεις δακρύσει
- νά έχει δακρύσει
- νά έχουμε δακρύσει
- νά έχετε δακρύσει
- νά έχουν δακρύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα δακρύσει
- είχες δακρύσει
- είχε δακρύσει
- είχαμε δακρύσει
- είχατε δακρύσει
- είχαν δακρύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω δακρύσει
- θά έχεις δακρύσει
- θά έχει δακρύσει
- θά έχουμε δακρύσει
- θά έχετε δακρύσει
- θά έχουν δακρύσει