EL.png γλυτώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • γλυτώνω
  • γλυτώνεις
  • γλυτώνει
  • γλυτώνουμε
  • γλυτώνετε
  • γλυτώνουν

Υποτακτική

  • νά γλυτώνω
  • νά γλυτώνεις
  • νά γλυτώνει
  • νά γλυτώνουμε
  • νά γλυτώνετε
  • νά γλυτώνουν
 

Προστακτική

  • γλύτωνε
  • γλυτώνετε

Μετοχή

  • γλυτώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • γλύτωνα
  • γλύτωνες
  • γλύτωνε
  • γλυτώναμε
  • γλυτώνατε
  • γλύτωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά γλυτώνω
  • θά γλυτώνεις
  • θά γλυτώνει
  • θά γλυτώνουμε
  • θά γλυτώνετε
  • θά γλυτώνουν

Στιγμιαίος

  • θά γλυτώσω
  • θά γλυτώσεις
  • θά γλυτώσει
  • θά γλυτώσουμε
  • θά γλυτώσετε
  • θά γλυτούνσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • γλύτωσα
  • γλύτωσες
  • γλύτωσε
  • γλυτώσαμε
  • γλυτώσατε
  • γλύτωσαν

Υποτακτική

  • νά γλυτώσω
  • νά γλυτώσεις
  • νά γλυτώσει
  • νά γλυτώσουμε
  • νά γλυτώσετε
  • νά γλυτούνσουν
 

Προστακτική

  • γλύτωσε
  • γλυτώστε

Απαρέμφατο

  • γλυτώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω γλυτώσει
  • έχεις γλυτώσει
  • έχει γλυτώσει
  • έχουμε γλυτώσει
  • έχετε γλυτώσει
  • έχουν γλυτώσει

Υποτακτική

  • νά έχω γλυτώσει
  • νά έχεις γλυτώσει
  • νά έχει γλυτώσει
  • νά έχουμε γλυτώσει
  • νά έχετε γλυτώσει
  • νά έχουν γλυτώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα γλυτώσει
  • είχες γλυτώσει
  • είχε γλυτώσει
  • είχαμε γλυτώσει
  • είχατε γλυτώσει
  • είχαν γλυτώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω γλυτώσει
  • θά έχεις γλυτώσει
  • θά έχει γλυτώσει
  • θά έχουμε γλυτώσει
  • θά έχετε γλυτώσει
  • θά έχουν γλυτώσει