EL.png γλεντώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • γλεντώ
  • γλεντάς
  • γλεντά
  • γλεντούμε-(άμε)
  • γλεντάτε
  • γλεντ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά γλεντώ
  • νά γλεντάς
  • νά γλεντά
  • νά γλεντούμε-(άμε)
  • νά γλεντάτε
  • νά γλεντ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • γλέντα
  • γλεντάτε

Μετοχή

  • γλεντώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • γλεντούσα
  • γλεντούσες
  • γλεντούσε
  • γλεντούσαμε-(άμε)
  • γλεντούσατε
  • γλεντούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά γλεντώ
  • θά γλεντάς
  • θά γλεντά
  • θά γλεντούμε-(άμε)
  • θά γλεντάτε
  • θά γλεντ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά γλεντήσω
  • θά γλεντήσεις
  • θά γλεντήσει
  • θά γλεντήσουμε
  • θά γλεντήσετε
  • θά γλεντήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • γλέντησα
  • γλέντησες
  • γλέντησε
  • γλεντήσαμε
  • γλεντήσατε
  • γλέντησαν

Υποτακτική

  • νά γλεντήσω
  • νά γλεντήσεις
  • νά γλεντήσει
  • νά γλεντήσουμε
  • νά γλεντήσετε
  • νά γλεντήσουν
 

Προστακτική

  • γλέντησε
  • γλεντήστε

Απαρέμφατο

  • γλεντήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω γλεντήσει
  • έχεις γλεντήσει
  • έχει γλεντήσει
  • έχουμε γλεντήσει
  • έχετε γλεντήσει
  • έχουν γλεντήσει

Υποτακτική

  • νά έχω γλεντήσει
  • νά έχεις γλεντήσει
  • νά έχει γλεντήσει
  • νά έχουμε γλεντήσει
  • νά έχετε γλεντήσει
  • νά έχουν γλεντήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα γλεντήσει
  • είχες γλεντήσει
  • είχε γλεντήσει
  • είχαμε γλεντήσει
  • είχατε γλεντήσει
  • είχαν γλεντήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω γλεντήσει
  • θά έχεις γλεντήσει
  • θά έχει γλεντήσει
  • θά έχουμε γλεντήσει
  • θά έχετε γλεντήσει
  • θά έχουν γλεντήσει