ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- γελιέμαι
- γελιέσαι
- γελιέται
- γελιόμαστε
- γελιέστε
- γελιούνται
Υποτακτική
- νά γελιέμαι
- νά γελιέσαι
- νά γελιέται
- νά γελιόμαστε
- νά γελιέστε
- νά γελιούνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- γελιόμουν
- γελιόσουν
- γελιόταν
- γελιόμαστε
- γελιέστε
- γελιόνταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά γελαστώ
- θά γελιέσαι
- θά γελιέται
- θά γελιόμαστε
- θά γελιέστε
- θά γελιούνται
Στιγμιαίος
- θά γελαστώ
- θά γελαστείς
- θά γελαστεί
- θά γελαστούμε
- θά γελαστείτε
- θά γελαστούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- γελάστηκα
- γελάστηκες
- γελάστηκε
- γελαστήκαμε
- γελαστήκατε
- γελάστηκαν
Υποτακτική
- νά γελαστώ
- νά γελαστείς
- νά γελαστεί
- νά γελαστούμε
- νά γελαστείτε
- νά γελαστούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω γελαστεί
- έχεις γελαστεί
- έχει γελαστεί
- έχουμε γελαστεί
- έχετε γελαστεί
- έχουν γελαστεί
Υποτακτική
- νά έχω γελαστεί
- νά έχεις γελαστεί
- νά έχει γελαστεί
- νά έχουμε γελαστεί
- νά έχετε γελαστεί
- νά έχουν γελαστεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα γελαστεί
- είχες γελαστεί
- είχε γελαστεί
- είχαμε γελαστεί
- είχατε γελαστεί
- είχαν γελαστεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω γελαστεί
- θά έχεις γελαστεί
- θά έχει γελαστεί
- θά έχουμε γελαστεί
- θά έχετε γελαστεί
- θά έχουν γελαστεί