EL.png γελιέμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • γελιέμαι
  • γελιέσαι
  • γελιέται
  • γελιόμαστε
  • γελιέστε
  • γελιούνται

Υποτακτική

  • νά γελιέμαι
  • νά γελιέσαι
  • νά γελιέται
  • νά γελιόμαστε
  • νά γελιέστε
  • νά γελιούνται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • γελιόμουν
  • γελιόσουν
  • γελιόταν
  • γελιόμαστε
  • γελιέστε
  • γελιόνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά γελαστώ
  • θά γελιέσαι
  • θά γελιέται
  • θά γελιόμαστε
  • θά γελιέστε
  • θά γελιούνται

Στιγμιαίος

  • θά γελαστώ
  • θά γελαστείς
  • θά γελαστεί
  • θά γελαστούμε
  • θά γελαστείτε
  • θά γελαστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • γελάστηκα
  • γελάστηκες
  • γελάστηκε
  • γελαστήκαμε
  • γελαστήκατε
  • γελάστηκαν

Υποτακτική

  • νά γελαστώ
  • νά γελαστείς
  • νά γελαστεί
  • νά γελαστούμε
  • νά γελαστείτε
  • νά γελαστούν
 

Προστακτική

  • γελάσου
  • γελαστείτε

Απαρέμφατο

  • γελαστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω γελαστεί
  • έχεις γελαστεί
  • έχει γελαστεί
  • έχουμε γελαστεί
  • έχετε γελαστεί
  • έχουν γελαστεί

Υποτακτική

  • νά έχω γελαστεί
  • νά έχεις γελαστεί
  • νά έχει γελαστεί
  • νά έχουμε γελαστεί
  • νά έχετε γελαστεί
  • νά έχουν γελαστεί
 

Μετοχή

  • γελασμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα γελαστεί
  • είχες γελαστεί
  • είχε γελαστεί
  • είχαμε γελαστεί
  • είχατε γελαστεί
  • είχαν γελαστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω γελαστεί
  • θά έχεις γελαστεί
  • θά έχει γελαστεί
  • θά έχουμε γελαστεί
  • θά έχετε γελαστεί
  • θά έχουν γελαστεί