ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βοηθιέμαι
- βοηθιέσαι
- βοηθιέται
- βοηθιόμαστε
- βοηθιέστε
- βοηθιούνται
Υποτακτική
- νά βοηθιέμαι
- νά βοηθιέσαι
- νά βοηθιέται
- νά βοηθιόμαστε
- νά βοηθιέστε
- νά βοηθιούνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- βοηθιόμουν
- βοηθιόσουν
- βοηθιόταν
- βοηθιόμαστε
- βοηθιέστε
- βοηθιούνταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά βοηθηθώ
- θά βοηθιέσαι
- θά βοηθιέται
- θά βοηθιόμαστε
- θά βοηθιέστε
- θά βοηθιούνται
Στιγμιαίος
- θά βοηθηθώ
- θά βοηθηθείς
- θά βοηθηθεί
- θά βοηθηθούμε
- θά βοηθηθείτε
- θά βοηθηθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- βοηθήθηκα
- βοηθήθηκες
- βοηθήθηκε
- βοηθηθήκαμε
- βοηθηθήκατε
- βοηθήθηκαν
Υποτακτική
- νά βοηθηθώ
- νά βοηθηθείς
- νά βοηθηθεί
- νά βοηθηθούμε
- νά βοηθηθείτε
- νά βοηθηθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω βοηθηθεί
- έχεις βοηθηθεί
- έχει βοηθηθεί
- έχουμε βοηθηθεί
- έχετε βοηθηθεί
- έχουν βοηθηθεί
Υποτακτική
- νά έχω βοηθηθεί
- νά έχεις βοηθηθεί
- νά έχει βοηθηθεί
- νά έχουμε βοηθηθεί
- νά έχετε βοηθηθεί
- νά έχουν βοηθηθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα βοηθηθεί
- είχες βοηθηθεί
- είχε βοηθηθεί
- είχαμε βοηθηθεί
- είχατε βοηθηθεί
- είχαν βοηθηθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω βοηθηθεί
- θά έχεις βοηθηθεί
- θά έχει βοηθηθεί
- θά έχουμε βοηθηθεί
- θά έχετε βοηθηθεί
- θά έχουν βοηθηθεί