EL.png βλάπτομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βλάπτομαι
  • βλάπτεσαι
  • βλάπτεται
  • βλαπτόμαστε
  • βλάπτεστε
  • βλάπτονται

Υποτακτική

  • νά βλάπτομαι
  • νά βλάπτεσαι
  • νά βλάπτεται
  • νά βλαπτόμαστε
  • νά βλάπτεστε
  • νά βλάπτονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βλαπτόμουν
  • βλαπτόσουν
  • βλαπτόταν
  • βλαπτόμαστε
  • βλάπτόσαστε
  • βλάπτονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βλάπτομαι
  • θά βλάπτεσαι
  • θά βλάπτεται
  • θά βλαπτόμαστε
  • θά βλάπτεστε
  • θά βλάπτονται

Στιγμιαίος

  • θά βλαφτώ
  • θά βλαφτείς
  • θά βλαφτεί
  • θά βλαφτούμε
  • θά βλαφτείτε
  • θά βλαφτούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βλάφτηκα
  • βλάφτηκες
  • βλάφτηκε
  • βλαφτήκαμε
  • βλαφτήκατε
  • βλάφτηκαν

Υποτακτική

  • νά βλαφτώ
  • νά βλαφτείς
  • νά βλαφτεί
  • νά βλαφτούμε
  • νά βλαφτείτε
  • νά βλαφτούν
 

Προστακτική

  • βλάψου
  • βλαφτείτε

Απαρέμφατο

  • βλαφτεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βλαφτεί
  • έχεις βλαφτεί
  • έχει βλαφτεί
  • έχουμε βλαφτεί
  • έχετε βλαφτεί
  • έχουν βλαφτεί

Υποτακτική

  • νά έχω βλαφτεί
  • νά έχεις βλαφτεί
  • νά έχει βλαφτεί
  • νά έχουμε βλαφτεί
  • νά έχετε βλαφτεί
  • νά έχουν βλαφτεί
 

Μετοχή

  • βλαμμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βλαφτεί
  • είχες βλαφτεί
  • είχε βλαφτεί
  • είχαμε βλαφτεί
  • είχατε βλαφτεί
  • είχαν βλαφτεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βλαφτεί
  • θά έχεις βλαφτεί
  • θά έχει βλαφτεί
  • θά έχουμε βλαφτεί
  • θά έχετε βλαφτεί
  • θά έχουν βλαφτεί