EL.png αναβάλλομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αναβάλλομαι
  • αναβάλλεσαι
  • αναβάλλεται
  • αναβαλλόμαστε
  • αναβάλλεστε
  • αναβάλλονται

Υποτακτική

  • νά αναβάλλομαι
  • νά αναβάλλεσαι
  • νά αναβάλλεται
  • νά αναβαλλόμαστε
  • νά αναβάλλεστε
  • νά αναβάλλονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αναβαλλόμουν
  • αναβαλλόσουν
  • αναβαλλόταν
  • αναβαλλόμαστε
  • αναβαλλόσαστε
  • αναβάλλονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αναβάλλομαι
  • θά αναβάλλεσαι
  • θά αναβάλλεται
  • θά αναβαλλόμαστε
  • θά αναβάλλεστε
  • θά αναβάλλονται

Στιγμιαίος

  • θά αναβληθώ
  • θά αναβληθείς
  • θά αναβληθεί
  • θά αναβληθούμε
  • θά αναβληθείτε
  • θά αναβληθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αναβλήθηκα
  • αναβλήθηκες
  • αναβλήθηκε
  • αναβληθήκαμε
  • αναβληθήκατε
  • αναβλήθηκαν

Υποτακτική

  • νά αναβληθώ
  • νά αναβληθείς
  • νά αναβληθεί
  • νά αναβληθούμε
  • νά αναβληθείτε
  • νά αναβληθούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • αναβληθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αναβληθεί
  • έχεις αναβληθεί
  • έχει αναβληθεί
  • έχουμε αναβληθεί
  • έχετε αναβληθεί
  • έχουν αναβληθεί

Υποτακτική

  • νά έχω αναβληθεί
  • νά έχεις αναβληθεί
  • νά έχει αναβληθεί
  • νά έχουμε αναβληθεί
  • νά έχετε αναβληθεί
  • νά έχουν αναβληθεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αναβληθεί
  • είχες αναβληθεί
  • είχε αναβληθεί
  • είχαμε αναβληθεί
  • είχατε αναβληθεί
  • είχαν αναβληθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αναβληθεί
  • θά έχεις αναβληθεί
  • θά έχει αναβληθεί
  • θά έχουμε αναβληθεί
  • θά έχετε αναβληθεί
  • θά έχουν αναβληθεί