EL.png ποτίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ποτίζω
  • ποτίζεις
  • ποτίζει
  • ποτίζουμε
  • ποτίζετε
  • ποτίζουν

Υποτακτική

  • νά ποτίζω
  • νά ποτίζεις
  • νά ποτίζει
  • νά ποτίζουμε
  • νά ποτίζετε
  • νά ποτίζουν
 

Προστακτική

  • πότιζε
  • ποτίζετε

Μετοχή

  • ποτίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πότιζα
  • πότιζες
  • πότιζε
  • ποτίζαμε
  • ποτίζατε
  • πότιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ποτίζω
  • θά ποτίζεις
  • θά ποτίζει
  • θά ποτίζουμε
  • θά ποτίζετε
  • θά ποτίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ποτίσω
  • θά ποτίσεις
  • θά ποτίσει
  • θά ποτίσουμε
  • θά ποτίσετε
  • θά ποτίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πότισα
  • πότισες
  • πότισε
  • ποτίσαμε
  • ποτίσατε
  • πότισαν

Υποτακτική

  • νά ποτίσω
  • νά ποτίσεις
  • νά ποτίσει
  • νά ποτίσουμε
  • νά ποτίσετε
  • νά ποτίσουν
 

Προστακτική

  • πότισε
  • ποτίστε

Απαρέμφατο

  • ποτίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ποτίσει
  • έχεις ποτίσει
  • έχει ποτίσει
  • έχουμε ποτίσει
  • έχετε ποτίσει
  • έχουν ποτίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ποτίσει
  • νά έχεις ποτίσει
  • νά έχει ποτίσει
  • νά έχουμε ποτίσει
  • νά έχετε ποτίσει
  • νά έχουν ποτίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ποτίσει
  • είχες ποτίσει
  • είχε ποτίσει
  • είχαμε ποτίσει
  • είχατε ποτίσει
  • είχαν ποτίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ποτίσει
  • θά έχεις ποτίσει
  • θά έχει ποτίσει
  • θά έχουμε ποτίσει
  • θά έχετε ποτίσει
  • θά έχουν ποτίσει