EL.png πλένω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πλένω
  • πλένεις
  • πλένει
  • πλένουμε
  • πλένετε
  • πλένουν

Υποτακτική

  • νά πλένω
  • νά πλένεις
  • νά πλένει
  • νά πλένουμε
  • νά πλένετε
  • νά πλένουν
 

Προστακτική

  • πλένε
  • πλένετε

Μετοχή

  • πλένοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπλενα
  • έπλενες
  • έπλενε
  • πλέναμε
  • πλένατε
  • έπλεναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πλένω
  • θά πλένεις
  • θά πλένει
  • θά πλένουμε
  • θά πλένετε
  • θά πλένουν

Στιγμιαίος

  • θά πλύνω
  • θά πλύνεις
  • θά πλύνει
  • θά πλύνουμε
  • θά πλύνετε
  • θά πλύνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπλεινα
  • έπλεινες
  • έπλεινε
  • πλείναμε
  • πλείνατε
  • έπλειναν

Υποτακτική

  • νά πλύνω
  • νά πλύνεις
  • νά πλύνει
  • νά πλύνουμε
  • νά πλύνετε
  • νά πλύνουν
 

Προστακτική

  • πλύνε
  • πλύνετε

Απαρέμφατο

  • πλύνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πλύνει
  • έχεις πλύνει
  • έχει πλύνει
  • έχουμε πλύνει
  • έχετε πλύνει
  • έχουν πλύνει

Υποτακτική

  • νά έχω πλύνει
  • νά έχεις πλύνει
  • νά έχει πλύνει
  • νά έχουμε πλύνει
  • νά έχετε πλύνει
  • νά έχουν πλύνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πλύνει
  • είχες πλύνει
  • είχε πλύνει
  • είχαμε πλύνει
  • είχατε πλύνει
  • είχαν πλύνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πλύνει
  • θά έχεις πλύνει
  • θά έχει πλύνει
  • θά έχουμε πλύνει
  • θά έχετε πλύνει
  • θά έχουν πλύνει