EL.png πιστεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πιστεύω
  • πιστεύεις
  • πιστεύει
  • πιστεύουμε
  • πιστεύετε
  • πιστεύουν

Υποτακτική

  • νά πιστεύω
  • νά πιστεύεις
  • νά πιστεύει
  • νά πιστεύουμε
  • νά πιστεύετε
  • νά πιστεύουν
 

Προστακτική

  • πίστευε
  • πιστεύετε

Μετοχή

  • πιστεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πίστευα
  • πίστευες
  • πίστευε
  • πιστεύαμε
  • πιστεύατε
  • πίστευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πιστεύω
  • θά πιστεύεις
  • θά πιστεύει
  • θά πιστεύουμε
  • θά πιστεύετε
  • θά πιστεύουν

Στιγμιαίος

  • θά πιστέψω
  • θά πιστέψεις
  • θά πιστέψει
  • θά πιστέψουμε
  • θά πιστέψετε
  • θά πιστέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πίστεψα
  • πίστεψες
  • πίστεψε
  • πιστέψαμε
  • πιστέψατε
  • πίστεψαν

Υποτακτική

  • νά πιστέψω
  • νά πιστέψεις
  • νά πιστέψει
  • νά πιστέψουμε
  • νά πιστέψετε
  • νά πιστέψουν
 

Προστακτική

  • πίστεψε
  • πιστέψτε

Απαρέμφατο

  • πιστέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πιστέψει
  • έχεις πιστέψει
  • έχει πιστέψει
  • έχουμε πιστέψει
  • έχετε πιστέψει
  • έχουν πιστέψει

Υποτακτική

  • νά έχω πιστέψει
  • νά έχεις πιστέψει
  • νά έχει πιστέψει
  • νά έχουμε πιστέψει
  • νά έχετε πιστέψει
  • νά έχουν πιστέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πιστέψει
  • είχες πιστέψει
  • είχε πιστέψει
  • είχαμε πιστέψει
  • είχατε πιστέψει
  • είχαν πιστέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πιστέψει
  • θά έχεις πιστέψει
  • θά έχει πιστέψει
  • θά έχουμε πιστέψει
  • θά έχετε πιστέψει
  • θά έχουν πιστέψει