ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- παραποιώ
- παραποιείς
- παραποιεί
- παραποιούμε
- παραποιείτε
- παραποιούν
Υποτακτική
- νά παραποιώ
- νά παραποιείς
- νά παραποιεί
- νά παραποιούμε
- νά παραποιείτε
- νά παραποιούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- παραποιούσα
- παραποιούσες
- παραποιούσε
- παραποιούσαμε
- παραποιτείτε
- παραποιούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά παραποιώ
- θά παραποιείς
- θά παραποιεί
- θά παραποιούμε
- θά παραποιείτε
- θά παραποιούν
Στιγμιαίος
- θά παραποιήσω
- θά παραποιήσεις
- θά παραποιήσει
- θά παραποιήσουμε
- θά παραποιήσετε
- θά παραποιήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- παραποίησα
- παραποίησες
- παραποίησε
- παραποιήσαμε
- παραποιήσατε
- παραποίησαν
Υποτακτική
- νά παραποιήσω
- νά παραποιήσεις
- νά παραποιήσει
- νά παραποιήσουμε
- νά παραποιήσετε
- νά παραποιήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω παραποιήσει
- έχεις παραποιήσει
- έχει παραποιήσει
- έχουμε παραποιήσει
- έχετε παραποιήσει
- έχουν παραποιήσει
Υποτακτική
- νά έχω παραποιήσει
- νά έχεις παραποιήσει
- νά έχει παραποιήσει
- νά έχουμε παραποιήσει
- νά έχετε παραποιήσει
- νά έχουν παραποιήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα παραποιήσει
- είχες παραποιήσει
- είχε παραποιήσει
- είχαμε παραποιήσει
- είχατε παραποιήσει
- είχαν παραποιήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω παραποιήσει
- νά έχεις παραποιήσει
- νά έχει παραποιήσει
- νά έχουμε παραποιήσει
- νά έχετε παραποιήσει
- νά έχουν παραποιήσει