ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πίμπρημι
- πίμπρ-ης
- πίμπρ-ησιν
- πίμπρ-αμεν
- πίμπρ-ατε
- πιμπρ-άσιν
Υποτακτική
- πιμπρ-ώ
- πιμπρ-ής
- πιμπρ-ή
- πιμπρ-ώμεν
- πιμπρ-ήτε
- πιμπρ-ώσι(ν)
Ευκτική
- πιμπρ-αίην
- πιμπρ-αίης
- πιμπρ-αίη
- πιμπρ-άντων
- πιμπρ-αίτε
- πιμπρ-αίεν
Προστακτική
- πίμπρ-η
- πιμπρ-άτω
- πίμπρ-ατε
Απαρέμφατο
- πιμπρ-άναι
Μετοχή
- πιμπρ-άς
- πιμπρ-άσα
- πιμπρ-άν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πίμπρ-ην
- ε-πίμπρ-ης
- ε-πίμπρ-η
- ε-πίμπρ-αμεν
- ε-πίμπρ-ατε
- ε-πίμπρ-ασαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πρή-σω
- πρή-σεις
- πρή-σει
- πρή-σομεν
- πρή-σετε
- πρή-σουσι(ν)
Ευκτική
- πρή-σοιμι
- πρή-σοις
- πρή-σοι
- πρή-σοιμεν
- πρή-σοιτε
- πρή-σοιεν
Απαρέμφατο
- πρή-σειν
Μετοχή
- πρή-σων
- πρή-σουσα
- πρή-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-πρη-σα
- έ-πρη-σας
- έ-πρη-σε(ν)
- ε-πρή-σαμεν
- ε-πρή-σατε
- έ-πρη-σαν
Υποτακτική
- πρή-σω
- πρή-σης
- πρή-ση
- πρή-σωμεν
- πρή-σητε
- πρή-σωσι(ν)
Ευκτική
- πρή-σαιμι
- πρή-σαις
- πρή-σαι
- πρή-σαιμεν
- πρή-σαιτε
- πρή-σαιεν
Προστακτική
- πρή-σον
- πρη-σάτω
- πρη-σάντων
Απαρέμφατο
- πρή-σαι
Μετοχή
- πρή-σας
- πρή-σασα
- πρή-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- πέ-πρη-κα
- πέ-πρη-κας
- πέ-πρη-κε(ν)
- πε-πρή-καμεν
- πε-πρή-κατε
- πε-πρή-κασι(ν)
Υποτακτική
- πε-πρή-κω
- πε-πρή-κης
- πε-πρή-κη
- πε-πρή-κωμεν
- πε-πρή-κητε
- πε-πρή-κωσι(ν)
Ευκτική
- πε-πρή-κοιμι
- πε-πρή-κοις
- πε-πρή-κοι
- πε-πρή-κοιμεν
- πε-πρή-κοιτε
- πε-πρή-κοιεν
Προστακτική
- πέ-πρη-κε
- πε-πρη-κέτω
- πε-πρη-κόντων
Απαρέμφατο
- πε-πρη-κέναι
Μετοχή
- πε-πρη-κώς
- πε-πρη-κυία
- πε-πρη-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πεπρή-κειν
- ε-πεπρή-κεις
- ε-πεπρή-κει
- ε-πεπρή-κειμεν
- ε-πεπρή-κειτε
- ε-πεπρή-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πρησ-θησοίμην
- πρησ-θήσοιο
- πρησ-θήσοιτο
- πρησ-θησοίμεθα
- πρησ-θήσοισθε
- πρησ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- πρησ-θήσεσθαι
Μετοχή
- πρησ-θησόμενος
- πρησ-θησομένη
- πρησ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πρήσ-θην
- ε-πρήσ-θης
- ε-πρήσ-θη
- ε-πρήσ-θημεν
- ε-πρήσ-θητε
- ε-πρήσ-θησαν
Υποτακτική
- πρησ-θώ
- πρησ-θής
- πρησ-θή
- πρησ-θώμεν
- πρησ-θήτε
- πρησ-θώσι(ν)
Ευκτική
- πρησ-θείην
- πρησ-θείης
- πρησ-θείη
- πρησ-θείμεν
- πρησ-θείτε
- πρησ-θείεν
Προστακτική
- πρήσ-θητι
- πρησ-θήτω
- πρησ-θέντων
Απαρέμφατο
- πρησ-θήναι
Μετοχή
- πρησ-θείς
- πρησ-θείσα
- πρησ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πίμπραμαι
- πίμπρ-ασαι
- πίμπρ-αται
- πιμπρ-άμεθα
- πίμπρ-ασθε
- πίμπρ-ανται
Υποτακτική
- πιμπρ-ώμαι
- πιμπρ-ή
- πιμπρ-ήται
- πιμπρ-ώμεθα
- πιμπρ-ήσθε
- πιμπρ-ώνται
Ευκτική
- πιμπρ-αίμην
- πιμπρ-αίο
- πιμπρ-αίτο
- πιμπρ-αίμεθα
- πιμπρ-αίσθε
- πιμπρ-αίντο
Προστακτική
- πίμπρ-ασο
- πιμπρ-άσθω
- πιμπρ-άσθων
Απαρέμφατο
- πίμπρ-ασθαι
Μετοχή
- πιμπρ-άμενος
- πιμπρ-αμένη
- πιμπρ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πιμπρ-άμην
- ε-πίμπρ-ασο
- ε-πίμπρ-ατο
- ε-πιμπρ-άμεθα
- ε-πίμπρ-ασθε
- ε-πίμπρ-ασθε
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πρη-σοίμην
- πρή-σοιο
- πρή-σοιτο
- πρη-σοίμεθα
- πρή-σοισθε
- πρή-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- πρη-σόμενος
- πρη-σομένη
- πρη-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πρη-σάμην
- ε-πρή-σω
- ε-πρή-σατο
- ε-πρη-σάμεθα
- ε-πρή-σασθε
- ε-πρή-σαντο
Υποτακτική
- πρή-σωμαι
- πρή-ση
- πρή-σηται
- πρη-σώμεθα
- πρή-σησθε
- πρή-σωνται
Ευκτική
- πρη-σαίμην
- πρή-σαιο
- πρή-σαιτο
- πρη-σαίμεθα
- πρή-σαισθε
- πρή-σαιντο
Προστακτική
- πρή-σαι
- πρη-σάσθω
- πρη-σάσθων
Απαρέμφατο
- πρή-σασθαι
Μετοχή
- πρη-σάμενος
- πρη-σαμένη
- πρη-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-πε-πρήσ-μην
- ε-πέ-πρη-σο
- ε-πέ-πρησ-το
- ε-πε-πρήσ-μεθα
- ε-πέ-πρησ-θε
- πε-πρησ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- πε-πρησ-μένος ώ
- πε-πρησ-μένη ής
- πε-πρησ-μένον ή
- πε-πρησ-μένοι ώμεν
- πε-πρησ-μέναι ήτε
- πε-πρησ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- πε-πρησ-μένος είην
- πε-πρησ-μένη είης
- πε-πρησ-μένον είη
- πε-πρησ-μένοι είμεν
- πε-πρησ-μέναι είτε
- πε-πρησ-μένα είεν
Προστακτική
- πέ-πρη-σο
- πε-πρή-σθω
- πε-πρή-σθων
Απαρέμφατο
- πε-πρή-σθαι
Μετοχή
- πε-πρησ-μένος
- πε-πρησ-μένη
- πε-πρησ-μένον