EL.png μαθαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μαθαίνω
  • μαθαίνεις
  • μαθαίνει
  • μαθαίνουμε
  • μαθαίνετε
  • μαθαίνουν

Υποτακτική

  • νά μαθαίνω
  • νά μαθαίνεις
  • νά μαθαίνει
  • νά μαθαίνουμε
  • νά μαθαίνετε
  • νά μαθαίνουν
 

Προστακτική

  • μάθαινε
  • μαθαίνετε

Μετοχή

  • μαθαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μάθαινα
  • μάθαινες
  • μάθαινε
  • μαθαίναμε
  • μαθαίνατε
  • μάθαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μαθαίνω
  • θά μαθαίνεις
  • θά μαθαίνει
  • θά μαθαίνουμε
  • θά μαθαίνετε
  • θά μαθαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά μάθω
  • θά μάθεις
  • θά μάθει
  • θά μάθουμε
  • θά μάθετε
  • θά μάθουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έμαθα
  • έμαθες
  • έμαθε
  • μάθαμε
  • μάθατε
  • έμαθαν

Υποτακτική

  • νά μάθω
  • νά μάθεις
  • νά μάθει
  • νά μάθουμε
  • νά μάθετε
  • νά μάθουν
 

Προστακτική

  • μάθε
  • μάθετε

Απαρέμφατο

  • μάθει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μάθει
  • έχεις μάθει
  • έχει μάθει
  • έχουμε μάθει
  • έχετε μάθει
  • έχουν μάθει

Υποτακτική

  • νά έχω μάθει
  • νά έχεις μάθει
  • νά έχει μάθει
  • νά έχουμε μάθει
  • νά έχετε μάθει
  • νά έχουν μάθει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μάθει
  • είχες μάθει
  • είχε μάθει
  • είχαμε μάθει
  • είχατε μάθει
  • είχαν μάθει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μάθει
  • θά έχεις μάθει
  • θά έχει μάθει
  • θά έχουμε μάθει
  • θά έχετε μάθει
  • θά έχουν μάθει