EL.png κόβω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κόβω
  • κόβεις
  • κόβει
  • κόβουμε
  • κόβετε
  • κόβουν

Υποτακτική

  • νά κόβω
  • νά κόβεις
  • νά κόβει
  • νά κόβουμε
  • νά κόβετε
  • νά κόβουν
 

Προστακτική

  • κόβε
  • κόβετε

Μετοχή

  • κόβοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έκοβα
  • έκοβες
  • έκοβε
  • κόβαμε
  • κόβατε
  • έκοβαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κόβω
  • θά κόβεις
  • θά κόβει
  • θά κόβουμε
  • θά κόβετε
  • θά κόβουν

Στιγμιαίος

  • θά κόψω
  • θά κόψεις
  • θά κόψει
  • θά κόψουμε
  • θά κόψετε
  • θά κόψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έκοψα
  • έκοψες
  • έκοψε
  • κόψαμε
  • κόψατε
  • έκοψαν

Υποτακτική

  • νά κόψω
  • νά κόψεις
  • νά κόψει
  • νά κόψουμε
  • νά κόψετε
  • νά κόψουν
 

Προστακτική

  • κόψε
  • κόψτε

Απαρέμφατο

  • κόψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κόψει
  • έχεις κόψει
  • έχει κόψει
  • έχουμε κόψει
  • έχετε κόψει
  • έχουν κόψει

Υποτακτική

  • νά έχω κόψει
  • νά έχεις κόψει
  • νά έχει κόψει
  • νά έχουμε κόψει
  • νά έχετε κόψει
  • νά έχουν κόψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κόψει
  • είχες κόψει
  • είχε κόψει
  • είχαμε κόψει
  • είχατε κόψει
  • είχαν κόψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κόψει
  • θά έχεις κόψει
  • θά έχει κόψει
  • θά έχουμε κόψει
  • θά έχετε κόψει
  • θά έχουν κόψει