EL.png αποταμιεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αποταμιεύω
  • αποταμιεύεις
  • αποταμιεύει
  • αποταμιεύουμε
  • αποταμιεύετε
  • αποταμιεύουν

Υποτακτική

  • νά αποταμιεύω
  • νά αποταμιεύεις
  • νά αποταμιεύει
  • νά αποταμιεύουμε
  • νά αποταμιεύετε
  • νά αποταμιεύουν
 

Προστακτική

  • αποταμίευε
  • αποταμιεύετε

Μετοχή

  • αποταμιεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αποταμίευα
  • αποταμίευες
  • αποταμίευε
  • αποταμιεύαμε
  • αποταμιεύατε
  • αποταμίευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αποταμιεύω
  • θά αποταμιεύεις
  • θά αποταμιεύει
  • θά αποταμιεύουμε
  • θά αποταμιεύετε
  • θά αποταμιεύουν

Στιγμιαίος

  • θά αποταμιεύσω
  • θά αποταμιεύσεις
  • θά αποταμιεύσει
  • θά αποταμιεύσουμε
  • θά αποταμιεύσετε
  • θά αποταμιεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αποταμίευσα
  • αποταμίευσες
  • αποταμίευσε
  • αποταμιεύσαμε
  • αποταμιεύσατε
  • αποταμίευσαν

Υποτακτική

  • νά αποταμιεύσω
  • νά αποταμιεύσεις
  • νά αποταμιεύσει
  • νά αποταμιεύσουμε
  • νά αποταμιεύσετε
  • νά αποταμιεύσουν
 

Προστακτική

  • αποταμίευσε
  • αποταμιεύστε

Απαρέμφατο

  • αποταμιεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αποταμιεύσει
  • έχεις αποταμιεύσει
  • έχει αποταμιεύσει
  • έχουμε αποταμιεύσει
  • έχετε αποταμιεύσει
  • έχουν αποταμιεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αποταμιεύσει
  • νά έχεις αποταμιεύσει
  • νά έχει αποταμιεύσει
  • νά έχουμε αποταμιεύσει
  • νά έχετε αποταμιεύσει
  • νά έχουν αποταμιεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αποταμιεύσει
  • είχες αποταμιεύσει
  • είχε αποταμιεύσει
  • είχαμε αποταμιεύσει
  • είχατε αποταμιεύσει
  • είχαν αποταμιεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αποταμιεύσει
  • θά έχεις αποταμιεύσει
  • θά έχει αποταμιεύσει
  • θά έχουμε αποταμιεύσει
  • θά έχετε αποταμιεύσει
  • θά έχουν αποταμιεύσει