EL.png απαγορεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • απαγορεύω
  • απαγορεύεις
  • απαγορεύει
  • απαγορεύουμε
  • απαγορεύετε
  • απαγορεύουν

Υποτακτική

  • νά απαγορεύω
  • νά απαγορεύεις
  • νά απαγορεύει
  • νά απαγορεύουμε
  • νά απαγορεύετε
  • νά απαγορεύουν
 

Προστακτική

  • απαγόρευε
  • απαγορεύετε

Μετοχή

  • απαγορεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • απαγόρευα
  • απαγόρευες
  • απαγόρευε
  • απαγορεύαμε
  • απαγορεύατε
  • απαγόρευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά απαγορεύω
  • θά απαγορεύεις
  • θά απαγορεύει
  • θά απαγορεύουμε
  • θά απαγορεύετε
  • θά απαγορεύουν

Στιγμιαίος

  • θά απαγορεύσω
  • θά απαγορεύσεις
  • θά απαγορεύσει
  • θά απαγορεύσουμε
  • θά απαγορεύσετε
  • θά απαγορεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • απαγόρευσα
  • απαγόρευσες
  • απαγόρευσε
  • απαγορεύσαμε
  • απαγορεύσατε
  • απαγόρευσαν

Υποτακτική

  • νά απαγορεύσω
  • νά απαγορεύσεις
  • νά απαγορεύσει
  • νά απαγορεύσουμε
  • νά απαγορεύσετε
  • νά απαγορεύσουν
 

Προστακτική

  • απαγόρευσε
  • απαγορεύστε

Απαρέμφατο

  • απαγορεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω απαγορεύσει
  • έχεις απαγορεύσει
  • έχει απαγορεύσει
  • έχουμε απαγορεύσει
  • έχετε απαγορεύσει
  • έχουν απαγορεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω απαγορεύσει
  • νά έχεις απαγορεύσει
  • νά έχει απαγορεύσει
  • νά έχουμε απαγορεύσει
  • νά έχετε απαγορεύσει
  • νά έχουν απαγορεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα απαγορεύσει
  • είχες απαγορεύσει
  • είχε απαγορεύσει
  • είχαμε απαγορεύσει
  • είχατε απαγορεύσει
  • είχαν απαγορεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω απαγορεύσει
  • θά έχεις απαγορεύσει
  • θά έχει απαγορεύσει
  • θά έχουμε απαγορεύσει
  • θά έχετε απαγορεύσει
  • θά έχουν απαγορεύσει