OG.png μείρομαι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μείρομαι
  • μείρ-ει
  • μείρ-εται
  • μειρ-όμεθα
  • μείρ-εσθε
  • μείρ-ονται

Υποτακτική

  • μείρ-ωμαι
  • μείρ-η
  • μείρ-ηται
  • μειρ-ώμεθα
  • μείρ-ησθε
  • μείρ-ωνται
 

Ευκτική

  • μειρ-οίμην
  • μείρ-οιο
  • μείρ-οιτο
  • μειρ-έσθων(-έσθωσαν)
  • μείρ-οισθε
  • μείρ-οιντο

Προστακτική

  • μείρ-ου
  • μειρ-έσθω
  • μείρ-εσθε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • μείρ-εσθαι

Μετοχή

  • μειρ-όμενος
  • μειρ-ομένη
  • μειρ-όμενον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-μειρ-όμην
  • ε-μείρ-ου
  • ε-μείρ-ετο
  • ε-μειρ-όμεθα
  • ε-μείρ-εσθε
  • ε-μείρ-οντο

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έμμορ-ον
  • έμμορ-ες
  • έμμορ-εν
  • εμμόρ-ομεν
  • εμμόρ-ετε
  • έμμορ-ον

Υποτακτική

  • μόρ-ω
  • μόρ-ης
  • μόρ-η
  • μόρ-ωμεν
  • μόρ-ητε
  • μόρ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • μόρ-οιμι
  • μόρ-οις
  • μόρ-οι
  • μόρ-οιμεν
  • μόρ-οιτε
  • μόρ-οιεν

Προστακτική

  • μόρ-ε
  • μορ-έτω
  • μορ-όντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • μορ-είν

Μετοχή

  • μορ-ών
  • μορ-ούσα
  • μορ-όν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έμμορ-α
  • έμμορ-ας
  • έμμορ-ε(ν)
  • εμμόρ-αμεν
  • εμμόρ-ατε
  • εμμόρ-ασι(ν)

Υποτακτική

  • εμμόρ-ω
  • εμμόρ-ης
  • εμμόρ-η
  • εμμόρ-ωμεν
  • εμμόρ-ητε
  • εμμόρ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • εμμόρ-οιμι
  • εμμόρ-οις
  • εμμόρ-οι
  • εμμόρ-οιμεν
  • εμμόρ-οιτε
  • εμμόρ-οιεν

Προστακτική

  • έμμορ-ε
  • εμμορ-έτω
  • εμμορ-όντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • εμμορ-έναι

Μετοχή

  • εμμορ-ώς
  • εμμορ-υία
  • εμμορ-ός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • εμμόρ-ειν
  • εμμόρ-εις
  • εμμόρ-ει
  • εμμόρ-ειμεν
  • εμμόρ-ειτε
  • εμμόρ-εισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μείρομαι
  • μείρ-ει
  • μείρ-εται
  • μειρ-όμεθα
  • μείρ-εσθε
  • μείρ-ονται

Υποτακτική

  • μείρ-ωμαι
  • μείρ-η
  • μείρ-ηται
  • μειρ-ώμεθα
  • μείρ-ησθε
  • μείρ-ωνται
 

Ευκτική

  • μειρ-οίμην
  • μείρ-οιο
  • μείρ-οιτο
  • μειρ-οίμεθα
  • μείρ-οισθε
  • μείρ-οιντο

Προστακτική

  • μείρ-ου
  • μειρ-έσθω
  • μειρ-έσθων(-έσθωσαν)
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • μείρ-εσθαι

Μετοχή

  • μειρ-όμενος
  • μειρ-ομένη
  • μειρ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-μειρ-όμην
  • ε-μείρ-ου
  • ε-μείρ-ετο
  • ε-μειρ-όμεθα
  • ε-μείρ-εσθε
  • ε-μείρ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ειμάρ-μην
  • είμαρ-σο
  • είμαρ-το
  • ειμάρ-μεθα
  • είμαρ-θε
  • ειμαρ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ειμαρ-μένος ώ
  • ειμαρ-μένη ής
  • ειμαρ-μένον ή
  • ειμαρ-μένοι ώμεν
  • ειμαρ-μέναι ήτε
  • ειμαρ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ειμαρ-μένος είην
  • ειμαρ-μένη είης
  • ειμαρ-μένον είη
  • ειμαρ-μένοι είμεν
  • ειμαρ-μέναι είτε
  • ειμαρ-μένα είεν

Προστακτική

  • είμαρ-σο
  • ειμάρ-θω
  • ειμάρ-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ειμάρ-θαι

Μετοχή

  • ειμαρ-μένος
  • ειμαρ-μένη
  • ειμαρ-μένον