ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μείρομαι
- μείρ-ει
- μείρ-εται
- μειρ-όμεθα
- μείρ-εσθε
- μείρ-ονται
Υποτακτική
- μείρ-ωμαι
- μείρ-η
- μείρ-ηται
- μειρ-ώμεθα
- μείρ-ησθε
- μείρ-ωνται
Ευκτική
- μειρ-οίμην
- μείρ-οιο
- μείρ-οιτο
- μειρ-έσθων(-έσθωσαν)
- μείρ-οισθε
- μείρ-οιντο
Προστακτική
- μείρ-ου
- μειρ-έσθω
- μείρ-εσθε
Απαρέμφατο
- μείρ-εσθαι
Μετοχή
- μειρ-όμενος
- μειρ-ομένη
- μειρ-όμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-μειρ-όμην
- ε-μείρ-ου
- ε-μείρ-ετο
- ε-μειρ-όμεθα
- ε-μείρ-εσθε
- ε-μείρ-οντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έμμορ-ον
- έμμορ-ες
- έμμορ-εν
- εμμόρ-ομεν
- εμμόρ-ετε
- έμμορ-ον
Υποτακτική
- μόρ-ω
- μόρ-ης
- μόρ-η
- μόρ-ωμεν
- μόρ-ητε
- μόρ-ωσι(ν)
Ευκτική
- μόρ-οιμι
- μόρ-οις
- μόρ-οι
- μόρ-οιμεν
- μόρ-οιτε
- μόρ-οιεν
Προστακτική
- μόρ-ε
- μορ-έτω
- μορ-όντων
Απαρέμφατο
- μορ-είν
Μετοχή
- μορ-ών
- μορ-ούσα
- μορ-όν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έμμορ-α
- έμμορ-ας
- έμμορ-ε(ν)
- εμμόρ-αμεν
- εμμόρ-ατε
- εμμόρ-ασι(ν)
Υποτακτική
- εμμόρ-ω
- εμμόρ-ης
- εμμόρ-η
- εμμόρ-ωμεν
- εμμόρ-ητε
- εμμόρ-ωσι(ν)
Ευκτική
- εμμόρ-οιμι
- εμμόρ-οις
- εμμόρ-οι
- εμμόρ-οιμεν
- εμμόρ-οιτε
- εμμόρ-οιεν
Προστακτική
- έμμορ-ε
- εμμορ-έτω
- εμμορ-όντων
Απαρέμφατο
- εμμορ-έναι
Μετοχή
- εμμορ-ώς
- εμμορ-υία
- εμμορ-ός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- εμμόρ-ειν
- εμμόρ-εις
- εμμόρ-ει
- εμμόρ-ειμεν
- εμμόρ-ειτε
- εμμόρ-εισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μείρομαι
- μείρ-ει
- μείρ-εται
- μειρ-όμεθα
- μείρ-εσθε
- μείρ-ονται
Υποτακτική
- μείρ-ωμαι
- μείρ-η
- μείρ-ηται
- μειρ-ώμεθα
- μείρ-ησθε
- μείρ-ωνται
Ευκτική
- μειρ-οίμην
- μείρ-οιο
- μείρ-οιτο
- μειρ-οίμεθα
- μείρ-οισθε
- μείρ-οιντο
Προστακτική
- μείρ-ου
- μειρ-έσθω
- μειρ-έσθων(-έσθωσαν)
Απαρέμφατο
- μείρ-εσθαι
Μετοχή
- μειρ-όμενος
- μειρ-ομένη
- μειρ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-μειρ-όμην
- ε-μείρ-ου
- ε-μείρ-ετο
- ε-μειρ-όμεθα
- ε-μείρ-εσθε
- ε-μείρ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ειμάρ-μην
- είμαρ-σο
- είμαρ-το
- ειμάρ-μεθα
- είμαρ-θε
- ειμαρ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ειμαρ-μένος ώ
- ειμαρ-μένη ής
- ειμαρ-μένον ή
- ειμαρ-μένοι ώμεν
- ειμαρ-μέναι ήτε
- ειμαρ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ειμαρ-μένος είην
- ειμαρ-μένη είης
- ειμαρ-μένον είη
- ειμαρ-μένοι είμεν
- ειμαρ-μέναι είτε
- ειμαρ-μένα είεν
Προστακτική
- είμαρ-σο
- ειμάρ-θω
- ειμάρ-θων
Απαρέμφατο
- ειμάρ-θαι
Μετοχή
- ειμαρ-μένος
- ειμαρ-μένη
- ειμαρ-μένον