ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αλίσκομαι
- αλίσκ-ει
- αλίσκ-εται
- αλισκ-όμεθα
- αλίσκ-εσθε
- αλίσκ-ονται
Υποτακτική
- αλίσκ-ωμαι
- αλίσκ-η
- αλίσκ-ηται
- αλισκ-ώμεθα
- αλίσκ-ησθε
- αλίσκ-ωνται
Ευκτική
- αλισκ-οίμην
- αλίσκ-οιο
- αλίσκ-οιτο
- αλισκ-έσθων(-έσθωσαν)
- αλίσκ-οισθε
- αλίσκ-οιντο
Προστακτική
- αλίσκ-ου
- αλισκ-έσθω
- αλίσκ-εσθε
Απαρέμφατο
- αλίσκ-εσθαι
Μετοχή
- αλισκ-όμενος
- αλισκ-ομένη
- αλισκ-όμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-λισκ-όμην
- η-λίσκ-ου
- η-λίσκ-ετο
- η-λισκ-όμεθα
- η-λίσκ-εσθε
- η-λίσκ-οντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εάλ-ων
- εάλ-ως
- εάλ-ω
- εάλ-ωμεν
- εάλ-ωτε
- εάλ-ωσαν
Υποτακτική
- αλ-ώ
- αλ-ώς
- αλ-ώ
- αλ-ώμεν
- αλ-ώτε
- αλ-ώσι(ν)
Ευκτική
- αλ-οίην
- αλ-οίης
- αλ-οίη
- αλ-οίμεν
- αλ-οίτε
- αλ-οίεν
Προστακτική
- αλ-ώθι
- αλ-ώτω
- αλ-όντων
Απαρέμφατο
- αλ-ώναι
Μετοχή
- αλ-ούς
- αλ-ούσα
- αλ-όν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- εάλω-κα
- εάλω-κας
- εάλω-κε(ν)
- εαλώ-καμεν
- εαλώ-κατε
- εαλώ-κασι(ν)
Υποτακτική
- εαλώ-κω
- εαλώ-κης
- εαλώ-κη
- εαλώ-κωμεν
- εαλώ-κητε
- εαλώ-κωσι(ν)
Ευκτική
- εαλώ-κοιμι
- εαλώ-κοις
- εαλώ-κοι
- εαλώ-κοιμεν
- εαλώ-κοιτε
- εαλώ-κοιεν
Προστακτική
- εάλω-κε
- εαλω-κέτω
- εαλω-κόντων
Απαρέμφατο
- εαλω-κέναι
Μετοχή
- εαλω-κώς
- εαλω-κυία
- εαλω-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- εαλώ-κειν
- εαλώ-κεις
- εαλώ-κει
- εαλώ-κειμεν
- εαλώ-κειτε
- εαλώ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ηλώ-θην
- ηλώ-θης
- ηλώ-θη
- ηλώ-θημεν
- ηλώ-θητε
- ηλώ-θησαν
Υποτακτική
- αλω-θώ
- αλω-θής
- αλω-θή
- αλω-θώμεν
- αλω-θήτε
- αλω-θώσι(ν)
Ευκτική
- αλω-θείην
- αλω-θείης
- αλω-θείη
- αλω-θείμεν
- αλω-θείτε
- αλω-θείεν
Προστακτική
- αλώ-θητι
- αλω-θήτω
- αλω-θέντων
Απαρέμφατο
- αλω-θήναι
Μετοχή
- αλω-θείς
- αλω-θείσα
- αλω-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αλίσκομαι
- αλίσκ-ει
- αλίσκ-εται
- αλισκ-όμεθα
- αλίσκ-εσθε
- αλίσκ-ονται
Υποτακτική
- αλίσκ-ωμαι
- αλίσκ-η
- αλίσκ-ηται
- αλισκ-ώμεθα
- αλίσκ-ησθε
- αλίσκ-ωνται
Ευκτική
- αλισκ-οίμην
- αλίσκ-οιο
- αλίσκ-οιτο
- αλισκ-οίμεθα
- αλίσκ-οισθε
- αλίσκ-οιντο
Προστακτική
- αλίσκ-ου
- αλισκ-έσθω
- αλισκ-έσθων(-έσθωσαν)
Απαρέμφατο
- αλίσκ-εσθαι
Μετοχή
- αλισκ-όμενος
- αλισκ-ομένη
- αλισκ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-λισκ-όμην
- η-λίσκ-ου
- η-λίσκ-ετο
- η-λισκ-όμεθα
- η-λίσκ-εσθε
- η-λίσκ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- αλώ-σεσθαι
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *