ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αισθάνομαι
- αισθάν-ει
- αισθάν-εται
- αισθαν-όμεθα
- αισθάν-εσθε
- αισθάν-ονται
Υποτακτική
- αισθάν-ωμαι
- αισθάν-η
- αισθάν-ηται
- αισθαν-ώμεθα
- αισθάν-ησθε
- αισθάν-ωνται
Ευκτική
- αισθαν-οίμην
- αισθάν-οιο
- αισθάν-οιτο
- αισθαν-έσθων(-έσθωσαν)
- αισθάν-οισθε
- αισθάν-οιντο
Προστακτική
- αισθάν-ου
- αισθαν-έσθω
- αισθάν-εσθε
Απαρέμφατο
- αισθάν-εσθαι
Μετοχή
- αισθαν-όμενος
- αισθαν-ομένη
- αισθαν-όμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-σθαν-όμην
- η-σθάν-ου
- η-σθάν-ετο
- η-σθαν-όμεθα
- η-σθάν-εσθε
- η-σθάν-οντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αισ-θησοίμην
- αισ-θήσοιο
- αισ-θήσοιτο
- αισ-θησοίμεθα
- αισ-θήσοισθε
- αισ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- αισ-θήσεσθαι
Μετοχή
- αισ-θησόμενος
- αισ-θησομένη
- αισ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- η-σθάν-θην
- η-σθάν-θης
- η-σθάν-θη
- η-σθάν-θημεν
- η-σθάν-θητε
- η-σθάν-θησαν
Υποτακτική
- αισθαν-θώ
- αισθαν-θής
- αισθαν-θή
- αισθαν-θώμεν
- αισθαν-θήτε
- αισθαν-θώσι(ν)
Ευκτική
- αισθαν-θείην
- αισθαν-θείης
- αισθαν-θείη
- αισθαν-θείμεν
- αισθαν-θείτε
- αισθαν-θείεν
Προστακτική
- αισθάν-θητι
- αισθαν-θήτω
- αισθαν-θέντων
Απαρέμφατο
- αισθαν-θήναι
Μετοχή
- αισθαν-θείς
- αισθαν-θείσα
- αισθαν-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αισθάνομαι
- αισθάν-ει
- αισθάν-εται
- αισθαν-όμεθα
- αισθάν-εσθε
- αισθάν-ονται
Υποτακτική
- αισθάν-ωμαι
- αισθάν-η
- αισθάν-ηται
- αισθαν-ώμεθα
- αισθάν-ησθε
- αισθάν-ωνται
Ευκτική
- αισθαν-οίμην
- αισθάν-οιο
- αισθάν-οιτο
- αισθαν-οίμεθα
- αισθάν-οισθε
- αισθάν-οιντο
Προστακτική
- αισθάν-ου
- αισθαν-έσθω
- αισθαν-έσθων(-έσθωσαν)
Απαρέμφατο
- αισθάν-εσθαι
Μετοχή
- αισθαν-όμενος
- αισθαν-ομένη
- αισθαν-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-σθαν-όμην
- η-σθάν-ου
- η-σθάν-ετο
- η-σθαν-όμεθα
- η-σθάν-εσθε
- η-σθάν-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- η-σθό-μην
- ή-σθ-ου
- ή-σθ-ετο
- η-σθό-μεθα
- ή-σθ-εσθε
- ή-σθ-οντο
Υποτακτική
- αί-σθ-ωμαι
- αί-σθ-η
- αί-σθ-ηται
- αι-σθ-ώμεθα
- αί-σθ-ησθε
- αί-σθ-ωνται
Ευκτική
- αι-σθ-οίμην
- αί-σθ-οιο
- αί-σθ-οιτο
- αι-σθ-οίμεθα
- αί-σθ-οισθε
- αί-σθ-οιντο
Προστακτική
- αι-σθ-ού
- αι-σθ-έσθω
- αι-σθ-έσθων
Απαρέμφατο
- αι-σθ-έσθαι
Μετοχή
- αι-σθ-όμενος
- αι-σθ-ομένη
- αι-σθ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ησθή-μην
- ήσθη-σο
- ήσθη-το
- ησθή-μεθα
- ήσθη-σθε
- ήσθη-ντο
Υποτακτική
- ησθη-μένος ώ
- ησθη-μένη ής
- ησθη-μένον ή
- ησθη-μένοι ώμεν
- ησθη-μέναι ήτε
- ησθη-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ησθη-μένος είην
- ησθη-μένη είης
- ησθη-μένον είη
- ησθη-μένοι είμεν
- ησθη-μέναι είτε
- ησθη-μένα είεν
Προστακτική
- ήσθη-σο
- ησθή-σθω
- ησθή-σθων
Απαρέμφατο
- ησθή-σθαι
Μετοχή
- ησθη-μένος
- ησθη-μένη
- ησθη-μένον