ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λογίζομαι
- λογίζ-ει
- λογίζ-εται
- λογιζ-όμεθα
- λογίζ-εσθε
- λογίζ-ονται
Υποτακτική
- λογίζ-ωμαι
- λογίζ-η
- λογίζ-ηται
- λογιζ-ώμεθα
- λογίζ-ησθε
- λογίζ-ωνται
Ευκτική
- λογιζ-οίμην
- λογίζ-οιο
- λογίζ-οιτο
- λογιζ-έσθων(-έσθωσαν)
- λογίζ-οισθε
- λογίζ-οιντο
Προστακτική
- λογίζ-ου
- λογιζ-έσθω
- λογίζ-εσθε
Απαρέμφατο
- λογίζ-εσθαι
Μετοχή
- λογιζ-όμενος
- λογιζ-ομένη
- λογιζ-όμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-λογιζ-όμην
- ε-λογίζ-ου
- ε-λογίζ-ετο
- ε-λογιζ-όμεθα
- ε-λογίζ-εσθε
- ε-λογίζ-οντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- λογισ-θησοίμην
- λογισ-θήσοιο
- λογισ-θήσοιτο
- λογισ-θησοίμεθα
- λογισ-θήσοισθε
- λογισ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- λογισ-θήσεσθαι
Μετοχή
- λογισ-θησόμενος
- λογισ-θησομένη
- λογισ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-λογίσ-θην
- ε-λογίσ-θης
- ε-λογίσ-θη
- ε-λογίσ-θημεν
- ε-λογίσ-θητε
- ε-λογίσ-θησαν
Υποτακτική
- λογισ-θώ
- λογισ-θής
- λογισ-θή
- λογισ-θώμεν
- λογισ-θήτε
- λογισ-θώσι(ν)
Ευκτική
- λογισ-θείην
- λογισ-θείης
- λογισ-θείη
- λογισ-θείμεν
- λογισ-θείτε
- λογισ-θείεν
Προστακτική
- λογίσ-θητι
- λογισ-θήτω
- λογισ-θέντων
Απαρέμφατο
- λογισ-θήναι
Μετοχή
- λογισ-θείς
- λογισ-θείσα
- λογισ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λογίζομαι
- λογίζ-ει
- λογίζ-εται
- λογιζ-όμεθα
- λογίζ-εσθε
- λογίζ-ονται
Υποτακτική
- λογίζ-ωμαι
- λογίζ-η
- λογίζ-ηται
- λογιζ-ώμεθα
- λογίζ-ησθε
- λογίζ-ωνται
Ευκτική
- λογιζ-οίμην
- λογίζ-οιο
- λογίζ-οιτο
- λογιζ-οίμεθα
- λογίζ-οισθε
- λογίζ-οιντο
Προστακτική
- λογίζ-ου
- λογιζ-έσθω
- λογιζ-έσθων(-έσθωσαν)
Απαρέμφατο
- λογίζ-εσθαι
Μετοχή
- λογιζ-όμενος
- λογιζ-ομένη
- λογιζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-λογιζ-όμην
- ε-λογίζ-ου
- ε-λογίζ-ετο
- ε-λογιζ-όμεθα
- ε-λογίζ-εσθε
- ε-λογίζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- λογίσ-εσθαι
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-λογισά-μην
- ε-λογίσ-ω
- ε-λογίσ-ατο
- ε-λογισά-μεθα
- ε-λογίσ-ασθε
- ε-λογίσ-αντο
Υποτακτική
- λογίσ-ωμαι
- λογίσ-η
- λογίσ-ηται
- λογισ-ώμεθα
- λογίσ-ησθε
- λογίσ-ωνται
Ευκτική
- λογισ-αίμην
- λογίσ-αιο
- λογίσ-αιτο
- λογισ-αίμεθα
- λογίσ-αισθε
- λογίσ-αιντο
Προστακτική
- λόγισ-αι
- λογισ-άσθω
- λογισ-άσθων
Απαρέμφατο
- λογίσ-ασθαι
Μετοχή
- λογισ-άμενος
- λογισ-αμένη
- λογισ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-λε-λογίσ-μην
- ε-λε-λόγι-σο
- ε-λε-λόγισ-το
- ε-λε-λογίσ-μεθα
- ε-λε-λόγισ-θε
- λελογισ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- λελογισ-μένος ώ
- λελογισ-μένη ής
- λελογισ-μένον ή
- λελογισ-μένοι ώμεν
- λελογισ-μέναι ήτε
- λελογισ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- λελογισ-μένος είην
- λελογισ-μένη είης
- λελογισ-μένον είη
- λελογισ-μένοι είμεν
- λελογισ-μέναι είτε
- λελογισ-μένα είεν
Προστακτική
- λελόγι-σο
- λελογί-σθω
- λελογί-σθων
Απαρέμφατο
- λελογί-σθαι
Μετοχή
- λελογισ-μένος
- λελογισ-μένη
- λελογισ-μένον