ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εργάζομαι
- εργάζ-ει
- εργάζ-εται
- εργαζ-όμεθα
- εργάζ-εσθε
- εργάζ-ονται
Υποτακτική
- εργάζ-ωμαι
- εργάζ-η
- εργάζ-ηται
- εργαζ-ώμεθα
- εργάζ-ησθε
- εργάζ-ωνται
Ευκτική
- εργαζ-οίμην
- εργάζ-οιο
- εργάζ-οιτο
- εργαζ-έσθων(-έσθωσαν)
- εργάζ-οισθε
- εργάζ-οιντο
Προστακτική
- εργάζ-ου
- εργαζ-έσθω
- εργάζ-εσθε
Απαρέμφατο
- εργάζ-εσθαι
Μετοχή
- εργαζ-όμενος
- εργαζ-ομένη
- εργαζ-όμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ει-ργαζ-όμην
- ει-ργάζ-ου
- ει-ργάζ-ετο
- ει-ργαζ-όμεθα
- ει-ργάζ-εσθε
- ει-ργάζ-οντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- εργασ-θησοίμην
- εργασ-θήσοιο
- εργασ-θήσοιτο
- εργασ-θησοίμεθα
- εργασ-θήσοισθε
- εργασ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- εργασ-θήσεσθαι
Μετοχή
- εργασ-θησόμενος
- εργασ-θησομένη
- εργασ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ει-ργάσ-θην
- ει-ργάσ-θης
- ει-ργάσ-θη
- ει-ργάσ-θημεν
- ει-ργάσ-θητε
- ει-ργάσ-θησαν
Υποτακτική
- εργασ-θώ
- εργασ-θής
- εργασ-θή
- εργασ-θώμεν
- εργασ-θήτε
- εργασ-θώσι(ν)
Ευκτική
- εργασ-θείην
- εργασ-θείης
- εργασ-θείη
- εργασ-θείμεν
- εργασ-θείτε
- εργασ-θείεν
Προστακτική
- εργάσ-θητι
- εργασ-θήτω
- εργασ-θέντων
Απαρέμφατο
- εργασ-θήναι
Μετοχή
- εργασ-θείς
- εργασ-θείσα
- εργασ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εργάζομαι
- εργάζ-ει
- εργάζ-εται
- εργαζ-όμεθα
- εργάζ-εσθε
- εργάζ-ονται
Υποτακτική
- εργάζ-ωμαι
- εργάζ-η
- εργάζ-ηται
- εργαζ-ώμεθα
- εργάζ-ησθε
- εργάζ-ωνται
Ευκτική
- εργαζ-οίμην
- εργάζ-οιο
- εργάζ-οιτο
- εργαζ-οίμεθα
- εργάζ-οισθε
- εργάζ-οιντο
Προστακτική
- εργάζ-ου
- εργαζ-έσθω
- εργαζ-έσθων(-έσθωσαν)
Απαρέμφατο
- εργάζ-εσθαι
Μετοχή
- εργαζ-όμενος
- εργαζ-ομένη
- εργαζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ει-ργαζ-όμην
- ει-ργάζ-ου
- ει-ργάζ-ετο
- ει-ργαζ-όμεθα
- ει-ργάζ-εσθε
- ει-ργάζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- εργάσ-εσθαι
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ει-ργασά-μην
- ει-ργάσ-ω
- ει-ργάσ-ατο
- ει-ργασά-μεθα
- ει-ργάσ-ασθε
- ει-ργάσ-αντο
Υποτακτική
- ε-ργάσ-ωμαι
- ε-ργάσ-η
- ε-ργάσ-ηται
- ε-ργασ-ώμεθα
- ε-ργάσ-ησθε
- ε-ργάσ-ωνται
Ευκτική
- ε-ργασ-αίμην
- ε-ργάσ-αιο
- ε-ργάσ-αιτο
- ε-ργασ-αίμεθα
- ε-ργάσ-αισθε
- ε-ργάσ-αιντο
Προστακτική
- έ-ργασ-αι
- ε-ργασ-άσθω
- ε-ργασ-άσθων
Απαρέμφατο
- ε-ργάσ-ασθαι
Μετοχή
- ε-ργασ-άμενος
- ε-ργασ-αμένη
- ε-ργασ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ειργάσ-μην
- είργα-σο
- είργασ-το
- ειργάσ-μεθα
- είργασ-θε
- ειργασ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ειργασ-μένος ώ
- ειργασ-μένη ής
- ειργασ-μένον ή
- ειργασ-μένοι ώμεν
- ειργασ-μέναι ήτε
- ειργασ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ειργασ-μένος είην
- ειργασ-μένη είης
- ειργασ-μένον είη
- ειργασ-μένοι είμεν
- ειργασ-μέναι είτε
- ειργασ-μένα είεν
Προστακτική
- είργα-σο
- ειργά-σθω
- ειργά-σθων
Απαρέμφατο
- ειργά-σθαι
Μετοχή
- ειργασ-μένος
- ειργασ-μένη
- ειργασ-μένον