OG.png πνέω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πνέω
  • πν-είς
  • πν-εί
  • πνέ-ομεν
  • πν-είτε
  • πνέ-ουσιν

Υποτακτική

  • πνέ-ω
  • πν-ής
  • πν-ή
  • πνέ-ωμεν
  • πν-ήτε
  • πνέ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πνε-οίην
  • πνε-οίης
  • πνε-οίη
  • πνέ-ουσιν
  • πν-οίτε
  • πν-οίεν

Προστακτική

  • πν-εί
  • πν-είτω
  • πν-είτε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πν-είν

Μετοχή

  • πν-ών
  • πν-ούσα
  • πν-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-πν-ουν
  • έ-πν-εις
  • έ-πν-ει
  • ε-πνέ-ομεν
  • ε-πν-είτε
  • έ-πν-ουν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-πνευ-σα
  • έ-πνευ-σας
  • έ-πνευ-σε(ν)
  • ε-πνεύ-σαμεν
  • ε-πνεύ-σατε
  • έ-πνευ-σαν

Υποτακτική

  • πνεύ-σω
  • πνεύ-σης
  • πνεύ-ση
  • πνεύ-σωμεν
  • πνεύ-σητε
  • πνεύ-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πνεύ-σαιμι
  • πνεύ-σαις
  • πνεύ-σαι
  • πνεύ-σαιμεν
  • πνεύ-σαιτε
  • πνεύ-σαιεν

Προστακτική

  • πνεύ-σον
  • πνευ-σάτω
  • πνευ-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πνεύ-σαι

Μετοχή

  • πνεύ-σας
  • πνεύ-σασα
  • πνεύ-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • πέ-πνευ-κα
  • πέ-πνευ-κας
  • πέ-πνευ-κε(ν)
  • πε-πνεύ-καμεν
  • πε-πνεύ-κατε
  • πε-πνεύ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • πε-πνεύ-κω
  • πε-πνεύ-κης
  • πε-πνεύ-κη
  • πε-πνεύ-κωμεν
  • πε-πνεύ-κητε
  • πε-πνεύ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πνεύ-κοιμι
  • πε-πνεύ-κοις
  • πε-πνεύ-κοι
  • πε-πνεύ-κοιμεν
  • πε-πνεύ-κοιτε
  • πε-πνεύ-κοιεν

Προστακτική

  • πέ-πνευ-κε
  • πε-πνευ-κέτω
  • πε-πνευ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πνευ-κέναι

Μετοχή

  • πε-πνευ-κώς
  • πε-πνευ-κυία
  • πε-πνευ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πεπνεύ-κειν
  • ε-πεπνεύ-κεις
  • ε-πεπνεύ-κει
  • ε-πεπνεύ-κειμεν
  • ε-πεπνεύ-κειτε
  • ε-πεπνεύ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πνευσ-θησοίμην
  • πνευσ-θήσοιο
  • πνευσ-θήσοιτο
  • πνευσ-θησοίμεθα
  • πνευσ-θήσοισθε
  • πνευσ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • πνευσ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πνευσ-θησόμενος
  • πνευσ-θησομένη
  • πνευσ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πνεύσ-θην
  • ε-πνεύσ-θης
  • ε-πνεύσ-θη
  • ε-πνεύσ-θημεν
  • ε-πνεύσ-θητε
  • ε-πνεύσ-θησαν

Υποτακτική

  • πνευσ-θώ
  • πνευσ-θής
  • πνευσ-θή
  • πνευσ-θώμεν
  • πνευσ-θήτε
  • πνευσ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πνευσ-θείην
  • πνευσ-θείης
  • πνευσ-θείη
  • πνευσ-θείμεν
  • πνευσ-θείτε
  • πνευσ-θείεν

Προστακτική

  • πνεύσ-θητι
  • πνευσ-θήτω
  • πνευσ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πνευσ-θήναι

Μετοχή

  • πνευσ-θείς
  • πνευσ-θείσα
  • πνευσ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • πνεύ-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πνευ-σάμην
  • ε-πνεύ-σω
  • ε-πνεύ-σατο
  • ε-πνευ-σάμεθα
  • ε-πνεύ-σασθε
  • ε-πνεύ-σαντο

Υποτακτική

  • πνεύ-σωμαι
  • πνεύ-ση
  • πνεύ-σηται
  • πνευ-σώμεθα
  • πνεύ-σησθε
  • πνεύ-σωνται
 

Ευκτική

  • πνευ-σαίμην
  • πνεύ-σαιο
  • πνεύ-σαιτο
  • πνευ-σαίμεθα
  • πνεύ-σαισθε
  • πνεύ-σαιντο

Προστακτική

  • πνεύ-σαι
  • πνευ-σάσθω
  • πνευ-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πνεύ-σασθαι

Μετοχή

  • πνευ-σάμενος
  • πνευ-σαμένη
  • πνευ-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-πε-πνύ-μην
  • ε-πέ-πνυ-σο
  • ε-πέ-πνυ-το
  • ε-πε-πνύ-μεθα
  • ε-πέ-πνυ-σθε
  • ε-πέ-πνυ-ντο

Υποτακτική

  • πε-πνυ-μένος ώ
  • πε-πνυ-μένη ής
  • πε-πνυ-μένον ή
  • πε-πνυ-μένοι ώμεν
  • πε-πνυ-μέναι ήτε
  • πε-πνυ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πνυ-μένος είην
  • πε-πνυ-μένη είης
  • πε-πνυ-μένον είη
  • πε-πνυ-μένοι είμεν
  • πε-πνυ-μέναι είτε
  • πε-πνυ-μένα είεν

Προστακτική

  • πέ-πνυ-σο
  • πε-πνύ-σθω
  • πε-πνύ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πνύ-σθαι

Μετοχή

  • πε-πνυ-μένος
  • πε-πνυ-μένη
  • πε-πνυ-μένον