ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πνέω
- πν-είς
- πν-εί
- πνέ-ομεν
- πν-είτε
- πνέ-ουσιν
Υποτακτική
- πνέ-ω
- πν-ής
- πν-ή
- πνέ-ωμεν
- πν-ήτε
- πνέ-ωσι(ν)
Ευκτική
- πνε-οίην
- πνε-οίης
- πνε-οίη
- πνέ-ουσιν
- πν-οίτε
- πν-οίεν
Προστακτική
- πν-εί
- πν-είτω
- πν-είτε
Απαρέμφατο
- πν-είν
Μετοχή
- πν-ών
- πν-ούσα
- πν-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-πν-ουν
- έ-πν-εις
- έ-πν-ει
- ε-πνέ-ομεν
- ε-πν-είτε
- έ-πν-ουν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-πνευ-σα
- έ-πνευ-σας
- έ-πνευ-σε(ν)
- ε-πνεύ-σαμεν
- ε-πνεύ-σατε
- έ-πνευ-σαν
Υποτακτική
- πνεύ-σω
- πνεύ-σης
- πνεύ-ση
- πνεύ-σωμεν
- πνεύ-σητε
- πνεύ-σωσι(ν)
Ευκτική
- πνεύ-σαιμι
- πνεύ-σαις
- πνεύ-σαι
- πνεύ-σαιμεν
- πνεύ-σαιτε
- πνεύ-σαιεν
Προστακτική
- πνεύ-σον
- πνευ-σάτω
- πνευ-σάντων
Απαρέμφατο
- πνεύ-σαι
Μετοχή
- πνεύ-σας
- πνεύ-σασα
- πνεύ-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- πέ-πνευ-κα
- πέ-πνευ-κας
- πέ-πνευ-κε(ν)
- πε-πνεύ-καμεν
- πε-πνεύ-κατε
- πε-πνεύ-κασι(ν)
Υποτακτική
- πε-πνεύ-κω
- πε-πνεύ-κης
- πε-πνεύ-κη
- πε-πνεύ-κωμεν
- πε-πνεύ-κητε
- πε-πνεύ-κωσι(ν)
Ευκτική
- πε-πνεύ-κοιμι
- πε-πνεύ-κοις
- πε-πνεύ-κοι
- πε-πνεύ-κοιμεν
- πε-πνεύ-κοιτε
- πε-πνεύ-κοιεν
Προστακτική
- πέ-πνευ-κε
- πε-πνευ-κέτω
- πε-πνευ-κόντων
Απαρέμφατο
- πε-πνευ-κέναι
Μετοχή
- πε-πνευ-κώς
- πε-πνευ-κυία
- πε-πνευ-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πεπνεύ-κειν
- ε-πεπνεύ-κεις
- ε-πεπνεύ-κει
- ε-πεπνεύ-κειμεν
- ε-πεπνεύ-κειτε
- ε-πεπνεύ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πνευσ-θησοίμην
- πνευσ-θήσοιο
- πνευσ-θήσοιτο
- πνευσ-θησοίμεθα
- πνευσ-θήσοισθε
- πνευσ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- πνευσ-θήσεσθαι
Μετοχή
- πνευσ-θησόμενος
- πνευσ-θησομένη
- πνευσ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πνεύσ-θην
- ε-πνεύσ-θης
- ε-πνεύσ-θη
- ε-πνεύσ-θημεν
- ε-πνεύσ-θητε
- ε-πνεύσ-θησαν
Υποτακτική
- πνευσ-θώ
- πνευσ-θής
- πνευσ-θή
- πνευσ-θώμεν
- πνευσ-θήτε
- πνευσ-θώσι(ν)
Ευκτική
- πνευσ-θείην
- πνευσ-θείης
- πνευσ-θείη
- πνευσ-θείμεν
- πνευσ-θείτε
- πνευσ-θείεν
Προστακτική
- πνεύσ-θητι
- πνευσ-θήτω
- πνευσ-θέντων
Απαρέμφατο
- πνευσ-θήναι
Μετοχή
- πνευσ-θείς
- πνευσ-θείσα
- πνευσ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- πνεύ-σεσθαι
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πνευ-σάμην
- ε-πνεύ-σω
- ε-πνεύ-σατο
- ε-πνευ-σάμεθα
- ε-πνεύ-σασθε
- ε-πνεύ-σαντο
Υποτακτική
- πνεύ-σωμαι
- πνεύ-ση
- πνεύ-σηται
- πνευ-σώμεθα
- πνεύ-σησθε
- πνεύ-σωνται
Ευκτική
- πνευ-σαίμην
- πνεύ-σαιο
- πνεύ-σαιτο
- πνευ-σαίμεθα
- πνεύ-σαισθε
- πνεύ-σαιντο
Προστακτική
- πνεύ-σαι
- πνευ-σάσθω
- πνευ-σάσθων
Απαρέμφατο
- πνεύ-σασθαι
Μετοχή
- πνευ-σάμενος
- πνευ-σαμένη
- πνευ-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-πε-πνύ-μην
- ε-πέ-πνυ-σο
- ε-πέ-πνυ-το
- ε-πε-πνύ-μεθα
- ε-πέ-πνυ-σθε
- ε-πέ-πνυ-ντο
Υποτακτική
- πε-πνυ-μένος ώ
- πε-πνυ-μένη ής
- πε-πνυ-μένον ή
- πε-πνυ-μένοι ώμεν
- πε-πνυ-μέναι ήτε
- πε-πνυ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- πε-πνυ-μένος είην
- πε-πνυ-μένη είης
- πε-πνυ-μένον είη
- πε-πνυ-μένοι είμεν
- πε-πνυ-μέναι είτε
- πε-πνυ-μένα είεν
Προστακτική
- πέ-πνυ-σο
- πε-πνύ-σθω
- πε-πνύ-σθων
Απαρέμφατο
- πε-πνύ-σθαι
Μετοχή
- πε-πνυ-μένος
- πε-πνυ-μένη
- πε-πνυ-μένον