OG.png πλέω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πλέω
  • πλ-είς
  • πλ-εί
  • πλέ-ομεν
  • πλ-είτε
  • πλέ-ουσιν

Υποτακτική

  • πλέ-ω
  • πλ-ής
  • πλ-ή
  • πλέ-ωμεν
  • πλ-ήτε
  • πλέ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πλε-οίην
  • πλε-οίης
  • πλε-οίη
  • πλέ-ουσιν
  • πλ-οίτε
  • πλ-οίεν

Προστακτική

  • πλ-εί
  • πλ-είτω
  • πλ-είτε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πλ-είν

Μετοχή

  • πλ-ών
  • πλ-ούσα
  • πλ-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-πλ-ουν
  • έ-πλ-εις
  • έ-πλ-ει
  • ε-πλέ-ομεν
  • ε-πλ-είτε
  • έ-πλ-ουν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-πλευ-σα
  • έ-πλευ-σας
  • έ-πλευ-σε(ν)
  • ε-πλεύ-σαμεν
  • ε-πλεύ-σατε
  • έ-πλευ-σαν

Υποτακτική

  • πλεύ-σω
  • πλεύ-σης
  • πλεύ-ση
  • πλεύ-σωμεν
  • πλεύ-σητε
  • πλεύ-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πλεύ-σαιμι
  • πλεύ-σαις
  • πλεύ-σαι
  • πλεύ-σαιμεν
  • πλεύ-σαιτε
  • πλεύ-σαιεν

Προστακτική

  • πλεύ-σον
  • πλευ-σάτω
  • πλευ-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πλεύ-σαι

Μετοχή

  • πλεύ-σας
  • πλεύ-σασα
  • πλεύ-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • πέ-πλευ-κα
  • πέ-πλευ-κας
  • πέ-πλευ-κε(ν)
  • πε-πλεύ-καμεν
  • πε-πλεύ-κατε
  • πε-πλεύ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • πε-πλεύ-κω
  • πε-πλεύ-κης
  • πε-πλεύ-κη
  • πε-πλεύ-κωμεν
  • πε-πλεύ-κητε
  • πε-πλεύ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πλεύ-κοιμι
  • πε-πλεύ-κοις
  • πε-πλεύ-κοι
  • πε-πλεύ-κοιμεν
  • πε-πλεύ-κοιτε
  • πε-πλεύ-κοιεν

Προστακτική

  • πέ-πλευ-κε
  • πε-πλευ-κέτω
  • πε-πλευ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πλευ-κέναι

Μετοχή

  • πε-πλευ-κώς
  • πε-πλευ-κυία
  • πε-πλευ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πεπλεύ-κειν
  • ε-πεπλεύ-κεις
  • ε-πεπλεύ-κει
  • ε-πεπλεύ-κειμεν
  • ε-πεπλεύ-κειτε
  • ε-πεπλεύ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πλεύσ-θην
  • ε-πλεύσ-θης
  • ε-πλεύσ-θη
  • ε-πλεύσ-θημεν
  • ε-πλεύσ-θητε
  • ε-πλεύσ-θησαν

Υποτακτική

  • πλευσ-θώ
  • πλευσ-θής
  • πλευσ-θή
  • πλευσ-θώμεν
  • πλευσ-θήτε
  • πλευσ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πλευσ-θείην
  • πλευσ-θείης
  • πλευσ-θείη
  • πλευσ-θείμεν
  • πλευσ-θείτε
  • πλευσ-θείεν

Προστακτική

  • πλεύσ-θητι
  • πλευσ-θήτω
  • πλευσ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πλευσ-θήναι

Μετοχή

  • πλευσ-θείς
  • πλευσ-θείσα
  • πλευσ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • πλεύ-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πλευ-σάμην
  • ε-πλεύ-σω
  • ε-πλεύ-σατο
  • ε-πλευ-σάμεθα
  • ε-πλεύ-σασθε
  • ε-πλεύ-σαντο

Υποτακτική

  • πλεύ-σωμαι
  • πλεύ-ση
  • πλεύ-σηται
  • πλευ-σώμεθα
  • πλεύ-σησθε
  • πλεύ-σωνται
 

Ευκτική

  • πλευ-σαίμην
  • πλεύ-σαιο
  • πλεύ-σαιτο
  • πλευ-σαίμεθα
  • πλεύ-σαισθε
  • πλεύ-σαιντο

Προστακτική

  • πλεύ-σαι
  • πλευ-σάσθω
  • πλευ-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πλεύ-σασθαι

Μετοχή

  • πλευ-σάμενος
  • πλευ-σαμένη
  • πλευ-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-πε-πλεύσ-μην
  • ε-πέ-πλευ-σο
  • ε-πέ-πλευσ-το
  • ε-πε-πλεύσ-μεθα
  • ε-πέ-πλευσ-θε
  • πε-πλευσ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • πε-πλευσ-μένος ώ
  • πε-πλευσ-μένη ής
  • πε-πλευσ-μένον ή
  • πε-πλευσ-μένοι ώμεν
  • πε-πλευσ-μέναι ήτε
  • πε-πλευσ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πλευσ-μένος είην
  • πε-πλευσ-μένη είης
  • πε-πλευσ-μένον είη
  • πε-πλευσ-μένοι είμεν
  • πε-πλευσ-μέναι είτε
  • πε-πλευσ-μένα είεν

Προστακτική

  • πέ-πλευ-σο
  • πε-πλεύ-σθω
  • πε-πλεύ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πλεύ-σθαι

Μετοχή

  • πε-πλευσ-μένος
  • πε-πλευσ-μένη
  • πε-πλευσ-μένον