ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- γαμέω
- γαμ-είς
- γαμ-εί
- γαμ-ούμεν
- γαμ-είτε
- γαμ-ούσιν
Υποτακτική
- γαμ-έω(-ώ)
- γαμ-ής
- γαμ-ή
- γαμ-ώμεν
- γαμ-ήτε
- γαμ-ώσιν
Ευκτική
- γαμ-οίην
- γαμ-οίης
- γαμ-οίη
- γαμ-ούσιν
- γαμ-οίτε
- γαμ-οίεν
Προστακτική
- γάμ-ει
- γαμ-είτω
- γαμ-είτε
Απαρέμφατο
- γαμ-είν
Μετοχή
- γαμ-ών
- γαμ-ούσα
- γαμ-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-γάμ-ουν
- ε-γάμ-εις
- ε-γάμ-ει
- ε-γαμ-ούμεν
- ε-γαμ-είτε
- ε-γάμ-ουν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- γαμή-σω
- γαμή-σεις
- γαμή-σει
- γαμή-σομεν
- γαμή-σετε
- γαμή-σουσι(ν)
Ευκτική
- γαμή-σοιμι
- γαμή-σοις
- γαμή-σοι
- γαμή-σοιμεν
- γαμή-σοιτε
- γαμή-σοιεν
Απαρέμφατο
- γαμή-σειν
Μετοχή
- γαμή-σων
- γαμή-σουσα
- γαμή-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-γάμη-σα
- ε-γάμη-σας
- ε-γάμη-σε(ν)
- ε-γαμή-σαμεν
- ε-γαμή-σατε
- ε-γάμη-σαν
Υποτακτική
- γαμή-σω
- γαμή-σης
- γαμή-ση
- γαμή-σωμεν
- γαμή-σητε
- γαμή-σωσι(ν)
Ευκτική
- γαμή-σαιμι
- γαμή-σαις
- γαμή-σαι
- γαμή-σαιμεν
- γαμή-σαιτε
- γαμή-σαιεν
Προστακτική
- γάμη-σον
- γαμη-σάτω
- γαμη-σάντων
Απαρέμφατο
- γάμη-σαι
Μετοχή
- γαμή-σας
- γαμή-σασα
- γαμή-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- γε-γάμη-κα
- γε-γάμη-κας
- γε-γάμη-κε(ν)
- γε-γαμή-καμεν
- γε-γαμή-κατε
- γε-γαμή-κασι(ν)
Υποτακτική
- γε-γαμή-κω
- γε-γαμή-κης
- γε-γαμή-κη
- γε-γαμή-κωμεν
- γε-γαμή-κητε
- γε-γαμή-κωσι(ν)
Ευκτική
- γε-γαμή-κοιμι
- γε-γαμή-κοις
- γε-γαμή-κοι
- γε-γαμή-κοιμεν
- γε-γαμή-κοιτε
- γε-γαμή-κοιεν
Προστακτική
- γε-γάμη-κε
- γε-γαμη-κέτω
- γε-γαμη-κόντων
Απαρέμφατο
- γε-γαμη-κέναι
Μετοχή
- γε-γαμη-κώς
- γε-γαμη-κυία
- γε-γαμη-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-γεγαμή-κειν
- ε-γεγαμή-κεις
- ε-γεγαμή-κει
- ε-γεγαμή-κειμεν
- ε-γεγαμή-κειτε
- ε-γεγαμή-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- γαμη-θησοίμην
- γαμη-θήσοιο
- γαμη-θήσοιτο
- γαμη-θησοίμεθα
- γαμη-θήσοισθε
- γαμη-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- γαμη-θήσεσθαι
Μετοχή
- γαμη-θησόμενος
- γαμη-θησομένη
- γαμη-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-γαμή-θην
- ε-γαμή-θης
- ε-γαμή-θη
- ε-γαμή-θημεν
- ε-γαμή-θητε
- ε-γαμή-θησαν
Υποτακτική
- γαμη-θώ
- γαμη-θής
- γαμη-θή
- γαμη-θώμεν
- γαμη-θήτε
- γαμη-θώσι(ν)
Ευκτική
- γαμη-θείην
- γαμη-θείης
- γαμη-θείη
- γαμη-θείμεν
- γαμη-θείτε
- γαμη-θείεν
Προστακτική
- γαμή-θητι
- γαμη-θήτω
- γαμη-θέντων
Απαρέμφατο
- γαμη-θήναι
Μετοχή
- γαμη-θείς
- γαμη-θείσα
- γαμη-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- γαμούμαι
- γαμ-εί
- γαμ-είται
- γαμ-ούμεθα
- γαμ-είσθε
- γαμ-ούνται
Υποτακτική
- γαμ-ώμαι
- γαμ-ή
- γαμ-ήται
- γαμ-ώμεθα
- γαμ-ήσθε
- γαμ-ώνται
Ευκτική
- γαμ-οίμην
- γαμ-οίο
- γαμ-οίτο
- γαμ-οίμεθα
- γαμ-οίσθε
- γαμ-οίντο
Προστακτική
- γαμ-ού
- γαμ-είσθω
- γαμ-είσθων
Απαρέμφατο
- γαμ-είσθαι
Μετοχή
- γαμ-ούμενος
- γαμ-ουμένη
- γαμ-ούμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-γαμ-ούμην
- ε-γαμ-ού
- ε-γαμ-είτο
- ε-γαμ-ούμεθα
- ε-γαμ-είσθε
- ε-γαμ-ούντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- γαμη-σοίμην
- γαμή-σοιο
- γαμή-σοιτο
- γαμη-σοίμεθα
- γαμή-σοισθε
- γαμή-σοιντο
Απαρέμφατο
- γαμ-είσθαι
Μετοχή
- γαμη-σόμενος
- γαμη-σομένη
- γαμη-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-γαμη-σάμην
- ε-γαμή-σω
- ε-γαμή-σατο
- ε-γαμη-σάμεθα
- ε-γαμή-σασθε
- ε-γαμή-σαντο
Υποτακτική
- γαμή-σωμαι
- γαμή-ση
- γαμή-σηται
- γαμη-σώμεθα
- γαμή-σησθε
- γαμή-σωνται
Ευκτική
- γαμη-σαίμην
- γαμή-σαιο
- γαμή-σαιτο
- γαμη-σαίμεθα
- γαμή-σαισθε
- γαμή-σαιντο
Προστακτική
- γάμη-σαι
- γαμη-σάσθω
- γαμη-σάσθων
Απαρέμφατο
- γαμή-σασθαι
Μετοχή
- γαμη-σάμενος
- γαμη-σαμένη
- γαμη-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-γε-γαμή-μην
- ε-γε-γάμη-σο
- ε-γε-γάμη-το
- ε-γε-γαμή-μεθα
- ε-γε-γάμη-σθε
- ε-γε-γάμη-ντο
Υποτακτική
- γε-γαμη-μένος ώ
- γε-γαμη-μένη ής
- γε-γαμη-μένον ή
- γε-γαμη-μένοι ώμεν
- γε-γαμη-μέναι ήτε
- γε-γαμη-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- γε-γαμη-μένος είην
- γε-γαμη-μένη είης
- γε-γαμη-μένον είη
- γε-γαμη-μένοι είμεν
- γε-γαμη-μέναι είτε
- γε-γαμη-μένα είεν
Προστακτική
- γε-γάμη-σο
- γε-γαμή-σθω
- γε-γαμή-σθων
Απαρέμφατο
- γε-γαμή-σθαι
Μετοχή
- γε-γαμη-μένος
- γε-γαμη-μένη
- γε-γαμη-μένον